Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, 1851-1911. Κορυφαίος Έλληνας λογοτέχνης, με απαράμιλλη γλώσσα, επονομαζόμενος ο "Άγιος των ελληνικών γραμμάτων". Έγραψε ηθογραφικά διηγήματα και μυθιστορήματα, τα οποία κατέχουν περίοπτη θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία και έχουν αναγνωριστεί διεθνώς.
Ο Παπαδιαμάντης έγραψε τρία μυθιστορήματα: "Η Μετανάστις", "Οι έμποροι των Εθνών", "Η Γυφτοπούλα". Τρία εκτεταμένα διηγήματα (νουβέλες): "Χρήστος Μηλιόνης", "Φόνισσα" και "Ρόδινα Ακρογιάλια". Επίσης 180 διηγήματα και 40 μελέτες και άρθρα.
Η αργία εγέννησε την πενίαν. Η πενία έτεκεν την πείναν. Η πείνα παρήγαγε την όρεξιν. Η όρεξις εγέννησε την αυθαιρεσίαν. Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν. Η ληστεία εγέννησε την πολιτικήν. Ιδού η αυθεντική καταγωγή του τέρατος τούτου.
Και τι πταίει η γλαυξ, η θρηνούσα επί ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδος.
Η πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής Αντίχριστος. Αύτη γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρη σώματα και ψυχάς.
Τώρα όμως η πράγματι επικρατούσα θρησκεία είναι ο πλέον ακάθαρτος και κτηνώδης υλισμός. Μόνον κατά πρόσχημα είναι η χριστιανοσύνη.
To πλείστον κακόν οφείλεται αναντιρρήτως εις την ανικανότητα της ελληνικής διοικήσεως. Θα έλεγέ τις, ότι η χώρα αύτη ηλευθερώθη επίτηδες, δια να αποδειχθή, ότι δεν ήτο ικανή προς αυτοδιοίκησιν.
(«Βαρδιάνος στα σπόρκα» – 1893)
Καίτοι αγράμματη, η γραία μ’ εδίδαξεν ότι εις την ελληνικήν γλώσσαν, άλλως νοούμεν, άλλως ομιλούμεν και άλλως γράφομεν.
Για ν’ αποκτήση κανείς γρόσια, άλλος τρόπος δεν είναι, πρέπη νάχει μεγάλη τύχη, να εύρη στραβόν κόσμο, και να είναι αυτός μ’ ένα μάτι, δεν του χρειάζονται δύο. Πρέπει να φάη σπίτια, να καταπιή χωράφια, να βουλιάξη καράβια, με τριανταέξ τα εκατό θαλασσοδάνεια, το διάφορο κεφάλι.
Η αλήθεια είναι πάντοτε παράλογος, και διά τούτο δεν την λέγουσι ποτέ οι φρόνιμοι και ηλικιωμένοι άνθρωποι, αλλά την ομολογούσιν οι μεθυσμένοι, οι τρελλοί, οι άρρωστοι και τα μικρά παιδία.
(«Οι Έμποροι των Εθνών»)
Απορώ, πάτερ μου, πώς ο Θεός επιτρέπει να υπάρχη εν τη υπ’ αυτού δημιουργηθείση φύσει αίσθημα ισχυρότερον της εις αυτόν πίστεως.
Πάντοτε αμετάβλητοι οι σχοινοβάται ούτοι οι Αθίγγανοι, οι γελωτοποιοί ούτοι πίθηκοι (καλώ δε ούτω τους λεγομένους πολιτικούς). Μαύροι χαλκείς κατασκευάζοντες δεσμά δια τους λαούς εν τη βαθυζόφω σκοτία του αιωνίου εργαστηρίου των.
(από τους «Εμπόρους των Εθνών»)
Άνευ ψεύδους ουδεμία υπόθεσις ευοδούται.
Αχ! κάθε αμαρτία έχει και τη γλύκα της.
(«Η Φόνισσα»)
Σ’ αυτή την εποχή που βρεθήκαμε, να σε χαρώ … Μεγάλο κεσάτι, μεγάλη δυστυχία στον κόσμο! … Ο παράς, δεν ξέρω πού πάει και χώνεται, και δε βγαίνει στο μεϊντάνι …
(από το θλιβερό διήγημα «Ο Πολιτισμός εις το Χωρίον»)
Και εξ όλων των καρπών ο μόνος, όστις δεν χρήζει ούτε καιρού ούτε ώρας διά να ωριμάση, είναι ο σατανικός έρως.
Xειμών βαρύς, οικία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Mοναξία, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος. Yγεία κατεστραμμένη. Σώμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικά λυωμένα. Δεν ημπορούσε πλέον να ζήση, να αισθανθή, να χαρή.
Άγγλος ή Γερμανός ή Γάλλος δύναται να είναι κοσμοπολίτης ή αναρχικός, ή άθεος ή οτιδήποτε. Έκαμε το πατριωτικόν χρέος του, έχτισε μεγάλη πατρίδα... Το Ελληνικόν έθνος, το δούλον, αλλά ουδέν ήττον και το ελεύθερον, έχει και θα έχη δια παντός ανάγκην την θρησκείαν του.
Διότι υπώπτευεν, ήξευρε και ησθάνετο ότι ο Γιωργής έτρεφε παιδικόν αίσθημα προς την Αρχόντω.
(η μητέρα, στο διήγημα «Έρως-Ήρως»)
Η γειτονιά ουδέν άλλο είναι ειμή κατάσκοπος, και ο κόσμος, τύραννος, βασανιστής ανηλεής.
Κ’ επάνω εις την χιόνα έπεσε χιών. Και η χιών εστοιβάχθη, εσωρεύθη δύο πιθαμάς, εκορυφώθη. Και η χιών έγινε σινδών, σάβανον.
Τις θα το επίστευεν, ότι από ένα μικρόν αμυδρόν μαυράδι έμελλε να εξέλθη τόση τρικυμία; Πώς από μίαν μικράν κηλίδα, την οποία προθύμως παραβλέπουν εκάστοτε οι άνθρωποι, ρημάζουν υποθέσεις και ναυαγούν φιλοδοξίαι!
Ο Θεός, όστις έκαμε τας αράχνας διά να συλλαμβάνουν τας μυίας, παρεχώρησε να υπάρχουν οι τοκογλύφοι, διά να τιμωρούνται οι μέθυσοι και οι οκνηροί.
(«Ο Πεντάρφανος»)
Η γλώσσα η ελληνική έπρεπε να βλέπει μακράν, ως φάρον παμφαή, την λαμπράν αίγλην της αρχαίας χωρίς να έχει τέρμα τον φάρον αυτόν. Ο φάρος οδηγεί εις τον λιμένα, δεν είναι αυτός ο λιμήν.
(«Μελετήματα και άρθρα»)
Πας άνθρωπος εργάζεται δι’ εαυτόν, επί τη προφάσει ότι εργάζεται δια τους άλλους.
(«Η Μαυρομαντηλού»)
Το Ελληνικόν έθνος, το δούλον, αλλ’ ουδέν ήττον και το ελεύθερον, έχει και θα έχει δια παντός ανάγκην της θρησκείας του. Το επ’ εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως δε κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν, και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια Ελληνικά έθη.
(«Λαμπριάτικος ψάλτης» – 1893)
Πάσαν σημαντικήν κάκωσιν δύναται η φύσις να υπομείνει :την πείναν, το ψύχος, την οδύνην και την ένδειαν. Αλλ’ η ένδεια της καρδίας, ω, αυτή μαραίνει το σώμα και την ψυχήν. Επί της γης δεν δύναται να υπάρξει τιμωρία σκληροτέρα της αστοργίας και του μονήρους βίου.
(«Η Γυφτοπούλα» – 1884)
Η φλόγα του έρωτος είναι πείρα και εικών και τύπος του αιωνίου πυρός της Κολάσεως.
(«Η Γυφτοπούλα» – 1884)
Ο ουρανός και η απελπισία λαλούσι με αποσιωπητικά.
(«Οι Έμποροι των Εθνών»)
… Kαι με την γλώσσαν την ελυπούντο – ω, η λύπη, ο οίκτος αυτός, ο υβριστικότερος πάσης ύβρεως !…
(«Η πιτρόπισσα»)
Ήτον ανήλιαστη, άτυχε, η μέρα που γεννήθης·
άλλοι επήραν τον ανθό και συ τη ρίζα πήρες·
όντας σε έπλασ’ ο Θεός δεν είχε άλλες μοίρες.
(«Προς την μητέρα μου»)