Για τον συλλογικό τόμο με δοκίμια «Η ελληνική λογοτεχνία στον 21ο αιώνα – Από την παγκοσμιοποίηση στην τεχνητή νοημοσύνη» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα, σε επιμέλεια Δημήτρη Τζιόβα.
Γράφει ο Μάκης Καραγιάννης
Η ογκώδης πεζογραφική και ποιητική παραγωγή αποτελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής λογοτεχνίας στον 21ο αιώνα, στοιχείο που επιβάλλει τον αναστοχασμό για να κατανοήσουμε τις γενικότερες τάσεις, να αποτιμήσουμε την ποιότητά της. Αυτό επεχείρησε ο τόμος των εκδόσεων Διόπτρα και το συνέδριο που οργάνωσε η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών (2024) μέσα από μια πολύπλευρη προσέγγιση για τους θεσμούς και την πολιτική του βιβλίου, τα σύνορα της λογοτεχνίας, την κρίση και την πολιτική, την ποίηση και τα κινήματα. Και το θεωρώ πολύτιμο, γιατί ενώ οι βιβλιοκριτικές είναι εύκολες και πληθωριστικές χρειάζεται μεγάλη γνώση για να χαρτογραφήσεις το σύνολο μιας λογοτεχνίας, να το εντάξεις στη συγχρονία, τη διαχρονία ή σε ένα υπερεθνικό πλαίσιο.
Ποιες είναι, ωστόσο, οι προϋποθέσεις ενός τέτοιου εγχειρήματος; Ασφαλώς πρόκειται για έναν πρώτο απολογισμό γιατί απουσιάζουν ακόμη οι ποσοτικές μελέτες και τα στατιστικά δεδομένα, η γνώση όλου του πρωτογενούς πεδίου, οι μέσοι όροι, η διερεύνηση των συνεχειών και των ρήξεων, εντάσσοντας τις ατομικές περιπτώσεις σε ευρύτερες τάσεις και ρεύματα για μια συνολικότερη και ασφαλέστερη αποτίμηση.
Το πρώτο σημείο που, κατά την άποψή μου, παρουσιάζει ενδιαφέρον αντιστοιχεί και στην πρώτη θεματική του τόμου «τα σύνορα της λογοτεχνίας». Εδώ ο Γιώργος Περαντωνάκης προχωρά σε μία χαρτογράφηση της πεζογραφικής παραγωγής με βάση την αισθητική των συνόρων. Όπως και η ανακοίνωση του Νίκου Μάντη, ότι οι μεμονωμένοι συγγραφείς και τα συγκεκριμένα είδη, όπως το αστυνομικό μυθιστόρημα, και όχι οι εθνικές λογοτεχνίες, είναι το κρίσιμο στοιχείο για την προβολή της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό. Θυμίζω τον Κούντερα που, γράφοντας για τον επαρχιωτισμό των μικρών εθνών, επισημαίνει πως αισθάνονται τον παγκόσμιο πολιτισμό σαν κάτι ξένο, έναν μακρινό και απρόσιτο ουρανό πάνω από τα κεφάλια τους, που ενσταλάζει στον συγγραφέα την πεποίθηση ότι ανήκει σε εκείνο τον τόπο και μόνο.1Αλλά, όπως σημειώνει αλλού, η λογοτεχνία που απευθύνεται αποκλειστικά στο εθνικό της κοινό, είναι αναχρονιστική και δεν εκπληρώνει την ουσιαστική της λειτουργία.2 Ωστόσο, η παγκοσμιότητα υπάρχει και στο τοπικό, αλλά είναι το βλέμμα του λογοτέχνη που την αναγνωρίζει και την αναδεικνύει. Ακόμα και σε έναν κόκκο άμμου, όπως γράφει ο Ουίλιαμ Μπλέικ, μπορείς να διαβάσεις έναν κόσμο.
Γιατί, όμως, τα εναποθέτουμε όλα στους ώμους των πεζογράφων; Άραγε η ελληνική κριτική, η ελληνική θεωρία, η σύγχρονη ελληνική φιλοσοφία υπερβαίνουν τα σύνορα, είναι γνωστές στο εξωτερικό; Νομίζω ότι ως χώρα φαινόμαστε αποκομμένοι από τον πνευματικό διάλογο που αναπτύσσεται διεθνώς. Στη Μεταπολίτευση δεν υπήρξαν σοβαρές αντιπαραθέσεις και παραγωγή πρωτογενούς θεωρητικού λόγου. Είναι χαρακτηριστικό, όπως επισημαίνει ο Δ. Τζιόβας, ότι η έννοια του κανόνα απουσίαζε από τη θεωρία και την κριτική, ενώ κυριαρχούσε εκείνη της παράδοσης. Εντέλει, δεν πρόκειται για την προβολή της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό, αλλά για ένα ευρύτερο πολιτισμικό φαινόμενο, για το ελλειμματικό μας ισοζύγιο στο πνευματικό γίγνεσθαι που αναπτύσσεται διεθνώς.
Η πεζογραφία
Η δεύτερη θεματική του τόμου αφορά την πεζογραφία. Κι εδώ, ο επιμελητής του τόμου, ο Δ. Τζιόβας, επιλέγει ένα ερμηνευτικό σχήμα με δυο κατευθύνσεις. Στην παρελθοντική κατεύθυνση η συνομιλία με την ιστορία παρουσιάζει καινούρια χαρακτηριστικά με μια μεταμοντέρνα οπτική, όπου το διακύβευμα της αλήθειας είναι ανοιχτό, ενώ η μνήμη και το τραύμα είναι η αφορμή για την αναψηλάφηση του ανοιχτού αρχείου της ιστορίας από την πλευρά του παρόντος. Ένα τέτοιο θεωρητικό σχήμα ακολουθεί εν προκειμένω και ο Κώστας Καραβίδας με τίτλο «Ιστορική (μετα)μυθοπλασία και υβριδικές αφηγήσεις μετά τον Βαλτινό». Η παροντική κατεύθυνση διερευνά κυρίως ζητήματα συγχρονικής ετερότητας, όπως η ρευστότητα των φύλλων και η επισφάλεια των Millenials, ενώ τα τελευταία χρόνια κάνει δυναμικά την εμφάνιση η queer κουλτούρα και λογοτεχνία. Ταυτόχρονα, ένα δεύτερο πεδίο περιλαμβάνει την αστυνομική λογοτεχνία, η οποία όπως αναφέρει στο κείμενό του ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, καταργεί τα σύνορα με τον υβριδισμό της και μπαίνει κάτω από τον αστερισμό του πολιτικού και κοινωνικού μυθιστορήματος.
Η λογοτεχνία της κρίσης είναι το τρίτο πεδίο της παροντικής κατεύθυνσης και είναι ενδιαφέρον να δούμε αντικριστά την προσέγγιση της πεζογραφίας της κρίσης στον καθρέφτη της ποίησης. Η βασική διαφορά που παρατηρείται δια γυμνού οφθαλμού είναι ότι σε αντίθεση με την ποίηση, η κρίση βρίσκεται στην καρδιά της πεζογραφίας. Για μια μεγάλη ομάδα πεζογράφων η κρίση βρίσκεται στο κέντρο της δραματουργίας τους. Άλλοι επιχειρούν να ρίξουν φως στα κοινωνικά και ιστορικά αίτια της κρίσης, ενώ μια τρίτη ομάδα την προσεγγίζει μέσα από σύμβολα και αλληγορίες. Ωστόσο, η πεζογραφία είναι έκκεντρη, αφού ο κάθε πεζογράφος προχωρεί στα σκοτεινά, ακολουθώντας ένα μοναχικό μονοπάτι, χαμένος στο δάσος της λογοτεχνίας. Κι ενώ η πεζογραφία με τη νεκρική της ησυχία θυμίζει περισσότερο μοναστήρι, η ποίηση μοιάζει με ταραγμένη αρένα. Πολύβουη, ακτιβιστική, αμφισβητησιακή. Ομάδες και κύκλοι ποιητών, slam poetry και perfomances, συνέδρια και κριτικές διαμάχες, μανιφέστα και εξεγέρσεις, ενώ οι αναγνώσεις ποίησης συναγωνίζονται, ως προς τη συχνότητα, τα δελτία καιρού.
Ποιήματα και κινήματα
Στην τρίτη θεματική του βιβλίου «ποιήματα και κινήματα», ο Βασίλης Λαμπρόπουλος στο κείμενό του με τίτλο «Δυο αιώνες επαναστατικής συντριβής και μελαγχολίας στην ελληνική ποίηση» στεγάζει αυτή την ποίηση κάτω από τον κριτικό όρο της «αριστερής μελαγχολίας», όπως και σε παλιότερα κείμενα. Την ορίζει, grosso modo, ως στοχαστική, διαγλωσσική, επιτελεστική, κοινοτική, μια «αριστερή μελαγχολική ποίηση που γνωρίζει καλά τι χάθηκε το 1989 και αρνείται να το θάψει, να το θρηνήσει, να το δοξάσει, να το ξεχάσει». Όσον με αφορά προσωπικά πρέπει να πω, ότι το 1989 ήμουν τριάντα χρονών και πολιτικά ενταγμένος και δεν μου προκάλεσε ούτε μελαγχολία, ούτε μετεπαναστατική συντριβή. Γνώριζα πολύ καλά ότι χάθηκε ένα δεσποτικό καθεστώς που δεν είχε καμία σχέση με τον σοσιαλισμό και τη δημοκρατία. Γι’ αυτό, απεναντίας, δεν ένιωσα μελαγχολία αλλά χαρά και ανακούφιση.
Θεωρώ την «αριστερή μελαγχολία» ως κριτικό όρο, ανεπαρκή και ατελέσφορο για να περιγράψει μια τόσο πολύμορφη παραγωγή. Μετά τη στροφή του αιώνα και ειδικότερα όσο σωρεύονται τα χρόνια της κρίσης, παρατηρούμε την εκκόλαψη μιας γραμματολογικά αχαρτογράφητης νέας ποιητικής ευαισθησίας. Η νέα ποίηση εκφράζει την αγωνία της χωρίς να εντάσσεται σε κανένα συνολικό πολιτικό όραμα, μακριά από εθνικούς και ιδεολογικούς μύθους. Εκεί που παλιότερα υπήρχε πόλωση τώρα διακρίνουμε την αισθητική, ιδεολογική και θεματολογική ανεξιθρησκία. Αναζητά την κοινωνική αλήθεια υπαρξιακά. Διεκδικεί τον δικό της λόγο μέσα στην κοινωνία για τα ζητήματα ταυτότητας, φύλλου και σεξουαλικότητας. Κατά την άποψή μου η ποίηση του 21ου αιώνα απορρίπτει την παράδοση, γράφει το δικό της κανόνα, επιλέγει τους προγόνους της. Έχει μια σωματική και ταυτοτική διάσταση. Αμφισβητεί και καταγγέλλει, διεκδικεί δικαιώματα, λόγο και χώρο να υπάρξει. Το 2017, σε ένα άρθρο μου στη Bookpress, για να τη διαχωρίσω από την παλιότερη γενιά του «ιδιωτικού οράματος», επέλεξα ως κύριο χαρακτηριστικό της −και επιμένω σε αυτό− την «επανάκαμψη του κοινωνικού βλέμματος».
Ωστόσο, η «αριστερή μελαγχολία», η έννοια της μεταπολιτικής της Chantal Mouffe με το δίλημμα τη σύγκρουσης ή της συναίνεσης, το πρόταγμα της εξέγερσης, που είναι φλέγοντα ζητήματα του δημόσιου διαλόγου για την ποίηση, θέτουν επιτακτικά ένα ριζικό ερώτημα και μπορούν να στεγαστούν όλα κάτω από αυτό: ποια είναι η βαθύτερη σχέση ιδεολογίας και λογοτεχνίας και -το υπογραμμίζω αυτό- όχι από την οπτική της κριτικής και της θεωρίας, όπου η πολιτική διεκδικεί αυτονόητα κάποιες πλευρές της, αλλά από την άποψη της συγγραφικής ηθικής;
Ασφαλώς, η λογοτεχνία ως κοινωνικός θεσμός δεν είναι άμοιρη ιδεολογίας, ακόμα και όταν υπαινίσσεται την άρνησής της. Ο Μάριο Βάργκα Λιόσα σε μια εξαιρετική μελέτη του για τον Φλωμπέρ συγκρίνει τις καλλιτεχνικές αντιλήψεις των Μπρεχτ και Φλωμπέρ.3 Και οι δυο είναι θεωρητικοί και το έργο τους είναι το απόγειο του θεωρητικού κινήματος που δημιούργησαν. Για τον Μπρεχτ υπάρχουν συγκεκριμένες «απαιτήσεις µας, όταν ζητάµε από τους συγγραφείς να γράφουν την αλήθεια». Πρακτικά, η λογοτεχνία είναι το πρόσχημα, ένα μάθημα όπου ο συγγραφέας, ως αυστηρός δάσκαλος, με τις ιστορίες ή τα ποιήματά του απεικονίζει τις αποκλειστικές αλήθειες για τους μαθητές. Ο αναγνώστης πρέπει να πάρει το μήνυμα χωρίς δυνατότητα επιλογής, πέρα από την αποδοχή ή την απόρριψη της μοναδικής αλήθειας που προϋπάρχει του έργου τέχνης. Απεναντίας, το έργο του Φλωμπέρ προϋποθέτει την ωριμότητα, την ελευθερία και τον ερμηνευτικό μόχθο του αναγνώστη. Αν υπάρχει μια αλήθεια στο έργο, τονίζει ο Λιόσα, γιατί είναι πιθανόν να είναι πολλές και αντιφατικές, είναι κρυμμένη στο υφαντό της μυθοπλασίας και εναπόκειται στον αναγνώστη να την ανακαλύψει και να τη σχεδιάσει με δική του ευθύνη. Είναι αποτέλεσμα της καλλιτεχνικής πράξης, η οποία δεν μεταλλάσσει απλώς σε μυθοπλασία ή σε ποίημα μια προϋπάρχουσα αλήθεια, αλλά αντίθετα, μέσω της καλλιτεχνικής πράξης ερευνάται μια πιθανή και προηγουμένως άγνωστη αλήθεια που βρίσκεται στο βάθος της ιστορίας.
Πιστεύω πως όταν η αμφισβήτηση, η εξέγερση και η κάθε είδους «πολιτική ορθότητα» αναγορεύονται σε αξιολογικά κριτήρια, αναθέτουν στους ώμους της ποίησης και του μυθιστορήματος έναν εξωλογοτεχνικό κοινωνικό ρόλο, όπως έκανε παλαιότερα ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός και η στρατευμένη τέχνη. Απεναντίας, η μεγάλη λογοτεχνία δεν ήταν ποτέ θεραπαινίδα καμιάς πολιτικής ιδεολογίας, γιατί στόχος της είναι να ερευνά, χωρίς βαρίδια και σε συνθήκες απόλυτης ελευθερίας της έκφρασης, την αλήθεια της ανθρώπινης ύπαρξης. Οι συγγραφείς είναι ελεύθεροι να γράφουν οτιδήποτε υπαγορεύει η προσωπική τους συνείδηση χωρίς να χρειάζονται κανένα υψωμένο δάχτυλο, ούτε παραγγέλματα, ούτε την αγέρωχη κατήχηση των μητροπολιτών της πολιτικής ορθοδοξίας για να επανέλθουν στον ίσιο δρόμο.
Ο συλλογικός τόμος Η ελληνική λογοτεχνία στον 21ο αιώνα. Από την παγκοσμιοποίηση στην τεχνητή νοημοσύνη περιλαμβάνει, βεβαίως, έναν πλούτο θεμάτων, όπως είναι η δημόσια σφαίρα, η εκδοτική δραστηριότητα, τα κοινωνικά δίκτυα, η θεσμική πολιτική του βιβλίου, η τεχνητή νοημοσύνη με πολλές και διαφορετικές απόψεις που δεν είναι δυνατόν να αναπτυχθούν σε ένα άρθρο. Γι’ αυτό και νομίζω πως αξίζει την προσοχή μας.
* Ο ΜΑΚΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ είναι πεζογράφος και κριτικός. Τελευταίο του βιβλίο το δοκίμιο «Η τέχνη του μυθιστορήματος» (εκδ. Επίκεντρο), απ' όπου και το παραπάνω εισαγωγικό κείμενο.
1Milan Kundera, «Die Weltliteratur», The New Yorker, 08.01.2007.
2Μίλαν Κούντερα, Συνέντευξη στη Νικόλ Ζαντ, Le Monde, Ιούλιος 1975, Αλέξης Ζήρας, Η τέχνη της γραφής, Καστανιώτης, 2000, σ. 118.
3Mario Vargas Llosa, «Bertolt Brecht and Flaubert or Paradox», The Perpetual Orgy: Flaubert and Madame Bovary, Farrar Straus Giroux, New York, 1987.
πηγή: https://bookpress.gr/