Σάββατο 17 Μαΐου 2025

100 χρόνια με την «κυρία Νταλογουέι»: Γιατί τη διαβάζουμε σήμερα (αναδημοσίευση)

 



Για το εμβληματικό μυθιστόρημα της Βιρτζίνια Γουλφ [Virginia Woolf] «Η κυρία Νταλογουέι» που κυκλοφόρησε σαν σήμερα, ακριβώς πριν από 100 χρόνια, στις 14 Μαΐου 1925. Με αυτή την αφορμή, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο συλλεκτική έκδοση σε μετάφραση Κωνσταντίνας Τριανταφυλλόπουλου και εξώφυλλο της Μάριας Μπαχά.


Γράφει η Φανή Χατζή


Η κυρία Νταλογουέι της Βιρτζίνια Γουλφ γίνεται φέτος 100 χρόνων. Από το 1925, μέχρι σήμερα, το κείμενο επιβιώνει μέσα στον χρόνο, αμφίσημο και πολυπρισματικό. Μάλιστα, όπως παρατήρησε η Βρετανίδα συγγραφέας Τζένι Όφιλ στον πρόλογο μιας παλιότερης έκδοσης του Penguin, η κυρία Νταλογουέι δεν επιδέχεται απλώς άπειρων ερμηνειών, αλλά είναι ένα έργο που μεταμορφώνεται στο βάθος της προσωπικής μας αναγνωστικής πορείας και μας αγγίζει διαφορετικά, ανάλογα με την εμπειρία, την ηλικία και την κατάσταση στην οποία το διαβάζουμε. Τι καθιστά, λοιπόν, ένα κείμενο που έχει διαγράψει έναν αιώνα ζωής τόσο επίκαιρο αλλά και εύπλαστο;


Κάποιες λάθος απαντήσεις


Κρατώντας στα χέρια μας την επετειακή έκδοση που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σκληρόδετη, πολυτελή, επετειακή, σε καλή μετάφραση της Κωνσταντίνας Τριανταφυλλοπούλου και καλαίσθητο εικαστικό εξωφύλλου της Μάριας Μπαχά, που περιλαμβάνει εσωτερικά το πρώτο εξώφυλλο που φιλοτέχνησε η αδερφή της Βιρτζίνια Γουλφ, Βανέσα Μπελ, αναρωτιόμαστε εάν η επιβίωσή του αποδίδεται στη συνεχή εκδοτική του παρουσία. Σίγουρα παίζει ρόλο, όπως και το ανεξάντλητο ενδιαφέρον των ερευνητών της λογοτεχνίας προς το κείμενο, αλλά όχι τον πιο σημαντικό. Όσον αφορά την πλοκή, η προετοιμασία μιας κοσμικής δεξίωσης από μία κυρία της αστικής τάξης, δεν μοιάζει συνταρακτική εκ πρώτης όψεως. Πώς συνδέεται λοιπόν με το σήμερα αυτή η μία δροσερή ημέρα του Ιουνίου στο Λονδίνο του μεσοπολέμου;


Μια επιφανειακή ερμηνεία για την αναβίωση του ενδιαφέροντος για το μυθιστόρημα είναι ότι κατά την περίοδο της πανδημίας διαβάστηκε μαζικά. Σε άρθρο του New Yorker εκφράστηκε η άποψη ότι η κυρία Νταλογουέι, έχοντας επιβιώσει την επιδημία γρίπης του 1918, είναι ένας χαρακτήρας με τον οποίο όλοι μας μπορούσαμε να συνδεθούμε. Ο ενθουσιασμός με τον οποίον ανακαλύπτει εκ νέου το αστικό τοπίο του Λονδίνου και αντιμετωπίζει γενικά τις μικρές χαρές της ζωής ήταν αναζωογονητική και παρήγορη στην εποχή του Covid. Αυτή η ερμηνεία, όμως, πατά μόνο σε ένα μέρος του έργου και μπορεί να δικαιολογήσει τη βραχύβια αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος γι’ αυτό, όχι όμως τη διαχρονικότητά του.



Λογοτεχνική αξία: αριστούργημα του μοντερνισμού


Μια προφανής απάντηση θα ήταν η λογοτεχνική αξία, που κρατά πάντα ατόφιο το ενδιαφέρον για ένα έργο με τη στόφα του κλασικού. Η κυρία Νταλογουέι είναι ένα βιβλίο μύησης στον μοντερνισμό, αλλά και στη λογοτεχνία γενικότερα. Ένα βιβλίο που, όπως ο Οδυσσέας του Τζέιμς Τζόις που αποτέλεσε έμπνευση για τη Γουλφ παρά τη δριμεία κριτική που του άσκησε στη μυστικότητα του ημερολογίου της, σήμερα διαβάζεται για λόγους τέρψης αλλά και περιέργειας. Σε αντίθεση με τον Οδυσσέα, μάλιστα, η ανάγνωσή του είναι πολύ συντομότερη και λιγότερο απαιτητική, καθιστώντας το κείμενο πιο βατό για μια εισαγωγή στο λογοτεχνικό κίνημα που άλλαξε τον ρου της λογοτεχνίας.


Η γραφή της Γουλφ θεωρείται κομβική για τον μοντερνισμό. Η συγγραφέας πειραματίστηκε με τη φόρμα, τη ροή συνείδησης (stream of consciousness) και χειρίστηκε δημιουργικά τον όχι διαδεδομένο για την εποχή ελεύθερο πλάγιο λόγο. Απεκδύθηκε όλες τις συμβάσεις του ρομαντικού μυθιστορήματος, άσκησε καυστικό κοινωνικό σχολιασμό και εισήγαγε στα γράμματα τη flâneuse, τη γυναίκα που περιδιαβαίνει με δυναμικότητα την πόλη της. Κυρίως, εισήλθε στα μύχια της ανθρώπινης σκέψης και αξιοποίησε τις αφηγηματικές τεχνικές των αναδρομών, της εστίασης και αποεστίασης. Η γραφή της διαβάζεται σήμερα σαν ένα μονοπλάνο που ακολουθεί μια σειρά ανθρώπων, ενώ η «κάμερά της» εισχωρεί εναλλάξ στο συνειδησιακό τους.


Μια ιδιαίτερη γραφή με σύγχρονους απογόνους


Ο λόγος για τον οποίο αυτό το είδος γραφής παραμένει οικείο είναι γιατί η Γουλφ κατάφερε το σχεδόν απίθανο, να αποτυπώσει στον Λόγο τη λειτουργία και διάσπαση της σκέψης μας που –σήμερα περισσότερο από ποτέ– είναι κατακερματισμένη. Χρησιμοποίησε τη γλώσσα με τέτοια ορμή και χώρισε τις προτάσεις με τέτοια ακρίβεια, ώστε κατέστησε απτό τον μηχανισμό βάσει του οποίου ένας συλλογισμός μας παρεμβαίνει και διαχέεται μέσα στον άλλον. Ταυτόχρονα, αποτύπωσε την παλινδρόμηση των στοχασμών μας ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, το υπαρξιακό και το απολύτως καθημερινό, το στιγμιαίο ερέθισμα και τη μνήμη.


Απόδειξη της επιδραστικότητας αυτής της γραφής στις νεότερες γενιές λογοτεχνών είναι η πρόσφατη αποδέκτης του Βραβείου Μπούκερ, Σαμάνθα Χάρβεϊ. Οι Τροχιές της (μτφρ. Γιώργος Κυριαζής, εκδ. Gutenberg) διαπνέονται από την ίδια φιλοσοφία, το πολύπτυχο φάσμα εστίασης και τη διαδοχική προσοχή στο εγκόσμιο και το υπερκόσμιο. Η τοποθέτηση της δράσης στο διάστημα εξυπηρετεί τέλεια αυτόν τον σκοπό. Η κυρία Νταλογουέι, λοιπόν, εν μέρει «ζει» και μέσα από τους λογοτεχνικούς επιγόνους της.



Ψυχική ασθένεια


Ακόμα, όμως, και ένα βιβλίο άψογης τεχνικής δεν είναι βέβαιο ότι θα μας συγκινούσε σήμερα. Θα πρέπει να ψάξουμε βαθύτερα, ίσως, στους θεματικούς άξονες του μυθιστορήματος. Ένας από τους πυρήνες του μυθιστορήματος είναι αυτό που σήμερα καλείται «ψυχική ασθένεια». Ο δεύτερος «σιωπηρός» πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο Σέπτιμους Γουόρεν Σμιθ, ως βετεράνος του Μεγάλου Πολέμου (Α΄ΠΠ) φαίνεται να πάσχει από διαταραχή μετατραυματικού στρες, γνωστό τότε ως σοκ βομβαρδισμού (shell shock). Με ερέθισμα τον κρότο του αυτοκινήτου στην αρχή της ημέρας αρχίζει να αναβιώνει παραισθησιακά τα περιστατικά του πολέμου και συγκεκριμένα τον θάνατο του αξιωματικού Έβανς. Η οδύνη του ήρωα και το τραγικό του τέλος δεν αποκόβονται αιτιακά από την αδιαφορία των περαστικών και κυρίως την παραμέληση από τους γιατρούς του. Σήμερα, φυσικά, η ιατρική κακοποίηση, η κοινωνική εγκατάλειψη και η περιθωριοποίηση του ψυχικά ασθενούς αναγνωρίζονται ως δομικά κοινωνικά προβλήματα.


Η Κλαρίσα Νταλογουέι, από την άλλη, βιώνει έντονο συναίσθημα μελαγχολίας, εκπεφρασμένο σε στιγμές απόγνωσης και μοναξιάς. Προκειμένου να είναι κοινωνικά αποδεκτή, καμουφλάρει τις παρορμήσεις και τη θλίψη της. Μαζί με τον Σέπτιμους εκφράζουν δύο εκφάνσεις της ανθρώπινης ψυχικής κατάστασης, εντός του φάσματος της κατάθλιψης. Μια ύπαρξη που καταβυθίζεται στο σκοτάδι, έχοντας αποξενωθεί πλήρως από την κοινωνία και μια άλλη που πασχίζει να βγει προς το φως, να παραμείνει λειτουργική και αφομοιωμένη. Η Γουλφ, στον πρόλογο που ενσωματώνεται στην επετειακή έκδοση –σε μετάφραση της Μαρτίνας Ασκητοπούλου–, παραδέχεται ότι ο Σέπτιμους είναι το «καθρέφτισμα» της Κλαρίσα.


Υπαγωγή σε συγκεκριμένους ρόλους


Πέραν, όμως, της ιατρικοποίησης της κατάστασης των δύο άτυπων πρωταγωνιστών, η Γουλφ αποτύπωσε το γενικότερο αίσθημα της εξουθενωτικής προσπάθειας συμβιβασμού με τους κοινωνικούς ρόλους ακόμα και μέσα από δευτερεύοντες χαρακτήρες που παλεύουν με κρίματα και απωθημένα. Η δεξίωση της Κλαρίσα γίνεται μια συνάντηση παλαιών φίλων, που κάποτε υπήρξαν νέοι και ιδεαλιστές και πλέον ο καθένας είναι εγκλωβισμένος σε μια ζωή που δεν τον ευχαριστεί. Ο έμφυλος ρόλος της παντρεμένης νοικοκυράς, ειδικά, μοιάζει μια αναπόφευκτη καταδίκη ακόμα και για τις πιο ανεξάρτητες γυναίκες. Η άλλοτε αντικομφορμίστρια Σάλι Σίτον, για παράδειγμα, καταλήγει «λαίδη Ρόσετερ» και μητέρα πέντε παιδιών.



Η Νταλογουέι ως χαρακτήρας, ωστόσο, διακατέχεται από μεγάλη αμφισημία, επιδεικνύοντας στοιχεία καταπίεσης αλλά και αυτενέργειας. Από τη μία, «ούτε καν Κλαρίσα πια» αλλά «κυρία Ρίτσαρντ Νταλογουέι», όπως χαρακτηριστικά τονίζει η Γουλφ, ετεροπροσδιορίζεται από τον σύζυγό της. Εκπληρώνοντας έναν χαρακτηρισμό που αποδείχτηκε προφητικός γίνεται «η τέλεια οικοδέσποινα». Καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας προετοιμάζεται για την ιδανική επιτέλεση του ρόλου της. Από την άλλη, η σκέψη της στροβιλίζεται ελεύθερα και άναρχα στα παρελθοντικά φλερτ και τα ζωηρά χρόνια της νιότης της, γλιστρά σε ατραπούς αμφισβήτησης των επιλογών της.


Στο αίσθημα του ανικανοποίητου που βιώνει η Κλαρίσα συμπυκνώνεται η κριτική της Γουλφ στον οικιακό ρόλο. Αντί για πηγή αυτοπραγμάτωσης και πληρότητας διαφαίνεται ως περιοριστικός για την προσωπικότητα και τις φιλοδοξίες της γυναίκας. Σήμερα, καθώς το ζήτημα της εκούσιας επιλογής της απλήρωτης οικιακής εργασίας προκύπτει συχνά στον δημόσιο διάλογο, το ισχυρό στον χρόνο σύμβολο της Νταλογουέι προειδοποιεί για τον αντίκτυπο που έχει στον ψυχισμό μιας γυναίκας η επανοικειοποίηση αυτού του ρόλου.


Ο αμείλικτος χρόνος και η υπενθύμιση του θανάτου


Ένας επιπρόσθετος παράγοντας που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη διαχρονικότητα και οικουμενικότητα του κειμένου είναι ότι καταπιάνεται με το ζήτημα του χρόνου. Όλη η δράση κινείται υπό το «κυνήγι» του χρόνου, εμφατικά παρόντος σε κάθε χτύπημα του Μπιγκ Μπεν, δηλαδή το απειλητικό πλησίασμα του θανάτου, αλλά και το φαινομενικό ξεγλίστρημα από αυτό. Ο αρχικός τίτλος του μυθιστορήματος, εξάλλου, ήταν Οι Ώρες, τον οποίο χρησιμοποίησε τελικά ο Μάικλ Κάνιγχαμ το 1999 για το βραβευμένο με Pulitzer μυθιστόρημά του, αλλά και η ομώνυμη ταινία. Σε αντίθεση όμως με τον γραμμικό, αναπόφευκτο χρόνο, η Γουλφ αποτύπωσε και την υποκειμενική αίσθηση του χρόνου, τη διαρκή συμβίωση των παρόντων και παρελθοντικών στιγμών μέσα μας. Οι βασικοί ήρωες αναστοχάζονται πάνω στο γήρας και στο αμετακίνητο παρελθόν τους, σε μια προσπάθεια να διαχειριστούν την υπολειπόμενη άμμο στην κλεψύδρα.



Για την Νταλογουέι, η πάροδος του χρόνου σχετίζεται και με την αορατότητα. Η αναζωογόνηση του πρωινού περιπάτου μετατρέπεται σε βαθιά πίκρα όταν αντιλαμβάνεται ότι δεν προσκλήθηκε από την κυρία Μπρούτον στο μεσημεριανό γεύμα, σε αντίθεση με τον σύζυγό της. Παρόλο που ο πραγματικός λόγος αποκλεισμού της είναι η σεξιστική προκατάληψη της λαίδης ότι τα σημαντικά πολιτικά ζητήματα αφορούν μόνο άνδρες, η Κλαρίσα, μοιρολατρικά, αποδίδει τον αποκλεισμό της στην εμφανισιακή της κατάπτωση από την πρόσφατη ασθένειά της.


Η έμφυλη σχέση με τον χρόνο και το ζήτημα της πρόωρης «απόσυρσης» των κατά τα άλλα παραγωγικών, υγιών και ενεργών μεσήλικων γυναικών κρατά χρόνια σαν συζήτηση (να υπενθυμίσουμε και το δοκίμιο «Δύο μέτρα και δύο σταθμά για την ηλικία» της Σόνταγκ για το οποίο είχαμε μιλήσει με αφορμή το Περί Γυναικών). Ανέκυψε, όμως, έντονα πολύ πρόσφατα με αφορμή την υποψήφια για πέντε Όσκαρ ταινία «The Substance» για τις γυναίκες στο χώρο του θεάματος και την «ημερομηνία λήξης» τους. Η Γουλφ υπογράμμισε αυτή την αδικία μόλις το 1925.


Περί έθνους και συμβόλων


Επίκαιρα παραμένουν και όσα έχει να πει το βιβλίο για την εθνική ταυτότητα. Η σκηνή κατά την οποία ο κόσμος συσπειρώνεται και συντονίζεται στην «πομπή» του αμαξιού εντός του οποίου υπάρχει υποψία ότι βρίσκεται ένα μέλος της βασιλικής οικογένειας, λειτουργεί ως ένδειξη της ευλαβικής προσήλωσης στη μοναρχία. Τα σύμβολα δημιουργούν την αίσθηση της ενότητας, μόνο που η εθνική ταυτότητα έχει κατακερματιστεί. «Ο Πόλεμος είχε τελειώσει, με εξαίρεση για κάποιους», μας λέει η Γουλφ, και βρίσκει χώρο στη συνέχεια να αναφερθεί όχι μόνο στους νεκρούς και πενθούντες αλλά και σε μια σειρά αναπήρων σωμάτων. Η εγκατάλειψη που ρητά δηλώνει ο Σέπτιμους αποδεικνύει ότι το έθνος δεν έχει χώρο για τους αδύναμους και αυτή η «ενότητα» είναι μια φενάκη, ένα τζάμι που αποκρύπτει το εσωτερικό του.


Το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας δεν αφορά μόνο τους Βρετανούς, που προσκολλώνται μέχρι και σήμερα σε φαντασιώσεις της Αυτοκρατορίας και παρακολουθούν ευλαβικά τα βασιλικά τελετουργικά. Δεκάδες από τις συρράξεις ανά τον κόσμο, σήμερα, σχετίζονται με μια διαστρεβλωμένη ερμηνεία του παρελθόντος. Για να μην πάμε πολύ μακριά, στη χώρα μας τα χριστιανικά και εθνικά σύμβολα κρατούν τόσο γερά, ώστε η προστασία τους να σταθμίζεται ακόμη έναντι της ελευθερίας της Τέχνης και του Λόγου ή και της αυτοδιάθεσης.


Ομοερωτική επιθυμία


Τέλος, οφείλει να γίνει λόγος για τη σεξουαλικότητα. Πέρα από τις αναλύσεις των θεωρητικών που ερμηνεύουν το βιβλίο με βάση τη σεξουαλική καταπίεση των δύο πρωταγωνιστών, της Κλαρίσα και του Σέπτιμους, δίνοντας μεγαλύτερη βάση στη σχέση τους με τη Σάλι και τον Έβανς αντίστοιχα, εντύπωση προκαλεί σήμερα η φυσικότητα με την οποία περιγράφεται η ομοερωτική επιθυμία. Μπορεί το κατεξοχήν κουίρ βιβλίο της Γουλφ να είναι το Ορλάντο, αλλά και το συγκεκριμένο διαχειρίζεται το θέμα με πρωτοφανή για την εποχή ελευθερία. Η σχέση του Σέπτιμους με τον Έβανς παρομοιάζεται με ένα παιχνίδι ανάμεσα σε δύο σκυλάκια μπροστά στο τζάκι, ενώ η δις Κίλμαν εκφράζει ανοιχτά τα ερωτικά της συναισθήματα για την Ελίζαμπεθ Νταλογουέι. Η Κλαρίσα περιγράφει το φιλί της με τη Σάλι με μια από τις πιο ωραίες μεταφορές του κειμένου:


«Όλος ο κόσμος γύρισε ανάποδα! Οι άλλοι εξαφανίστηκαν· ήταν εκεί, μόνη με τη Σάλι. Κι ένιωσε σαν να της είχαν κάνει ένα δώρο, τυλιγμένο, και της είχαν πει να το φυλάξει, να μην το κοιτάξει – ένα διαμάντι, κάτι απείρως πολύτιμο, τυλιγμένο, που, καθώς περπατούσαν (πάνω κάτω, πάνω κάτω), το αποκάλυψε, ή μπορεί η λάμψη του ν’ αναδύθηκε μέχρι την επιφάνεια, η αποκάλυψη, το θρησκευτικό συναίσθημα!»



Συναισθηματικό αποτύπωμα


Όλοι οι παραπάνω λόγοι απαντούν παράλληλα και ενισχυτικά στην ερώτηση που θέσαμε στην αρχή. Όλες οι αναλύσεις που εστιάζουν στην ασθένεια, τον έγγαμο βίο, τη γυναικεία ή σεξουαλική ταυτότητα, αλλά και όσες δεν θίξαμε, όπως το πένθος ή η ταξικότητα, είναι βάσιμες και προσφέρουν γόνιμο πεδίο έρευνας. Υπάρχει, όμως, κάτι που βαραίνει περισσότερο απ’ όλα στην αιτιολόγηση της ατόφιας δύναμης του έργου σήμερα και αυτό είναι το συναισθηματικό του αποτύπωμα, η «συνολική επιρροή του βιβλίου στον νου» που μας καλεί να προσέξουμε και η συγγραφέας στον πρόλογο.


Η αίσθηση που αφήνει αυτό το βιβλίο στους τυχερούς που το πιάνουν στα χέρια τους είναι ότι η Γουλφ κατάφερε να συμπυκνώσει την αίσθηση του «υπάρχειν». Λεκτικοποίησε τη διττότητα της ζωής, συνυφαίνοντας την υπαρξιακή αγωνία με την ανάταση της ψυχής, το βαρύ φορτίο του τραύματος με τη φευγαλέα ευφορία, την απύθμενη μοναξιά με την αόρατη διασύνδεσή μας με άλλους ανθρώπους. Τοποθέτησε τη ζωή και τον θάνατο όχι απλά σε παράλληλο, αλλά ταυτόχρονο χρόνο. Η σπουδαία λογοτέχνης φώτισε τις ματαιώσεις, τις διαψεύσεις, τα απωθημένα, τους συμβιβασμούς της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά και τις ελάχιστες αχτίδες φωτός που καθιστούν τη ζωή υποφερτή. Η γλυκόπικρη επίγευση της Νταλογουέι είναι τόσο οικουμενική που  καταφέρνει και σήμερα να μας συγκινεί βαθιά.


* Η ΦΑΝΗ ΧΑΤΖΗ είναι μεταφράστρια, απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Αγγλικών και Αμερικανικών Σπουδών.


πηγή: https://bookpress.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου