του Βαγγέλη Γυφτόπουλου
Παλιοί ποδοσφαιριστές περιγράφουν στο «ΦΩΣ» τις σκληρές εποχές που ποδοσφαίρου όπου δεν υπήρχαν αλλαγές παικτών στους αγώνες
Βλέποντας τους αγώνες της πρεμιέρας του νέου πρωταθλήματος της Σούπερ Λίγκας, παρατηρούμε για το πόσα πολλά έχουν αλλάξει στη δομή του ποδοσφαίρου μας. Από τα γήπεδα και την οργάνωση των ομάδων, μέχρι τις αλλαγές των κανονισμών. Θα σταθούμε στο τελευταίο και θα αναδείξουμε ένα θέμα, που ίσως κάποιοι να μην γνωρίζουν. Τώρα οι προπονητές έχουν την ευχέρεια να κάνουν πέντε αλλαγές παικτών, να αλλάζουν τακτική και να ξεκουράζουν παίκτες, φρεσκάροντας την ομάδα τους. Άλλες εποχές, παλαιότερα, δεν υπήρχαν αυτές οι δυνατότητες, καθώς μέχρι το 1968, δεν επιτρέπονταν στις ομάδες να κάνουν αλλαγές! Οι 11 παίκτες που ξεκινούσαν ένα παιχνίδι, αυτοί και το τελείωναν. Δεν υπήρχε η δυνατότητα αλλαγών, όχι μόνον στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Αν χτυπούσε κάποιος ποδοσφαιριστής και δεν μπορούσε να συνεχίσει, η ομάδα του συνέχιζε με 10 παίκτες, ή με 9 αν είχε δύο τραυματισμούς. Δεν υπήρχαν στους πάγκους αναπληρωματικοί παίκτες για να τους αντικαταστήσουν. Γι’ αυτό πολλοί παίκτες συνέχιζαν να αγωνίζονται τραυματίες, με δεμένα κεφάλια και με πόνους, για να μπορέσουν να βοηθήσουν όσο μπορούν. Εγκατέλειπαν τον αγωνιστικό χώρο μόνον όσοι δεν μπορούσαν εκ των πραγμάτων να συνεχίσουν λόγω σοβαρών τραυματισμών. Αυτή την δύσκολη για το ποδόσφαιρο περίοδο θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε σήμερα, μέσα από περιγραφές που έκαναν στο «ΦΩΣ» παλιοί ποδοσφαιριστές, που ήταν τότε ποδοσφαιριστές. Είτε ήταν καλά είτε όχι, θα έπρεπε να βγάλουν ολόκληρο το παιχνίδι ακόμα και αν έπαιζαν με…ανοιγμένο κεφάλι όπως χαρακτηριστικά είπε κάποιος απ’ αυτούς.
Για πρώτη φορά στην Ελλάδα επιτράπηκαν δύο αλλαγές από την αγωνιστική σεζόν 1968-69 και μετά. Το 1993 προστέθηκε και 3η αλλαγή αλλά μόνον αν χτυπούσε τερματοφύλακας, από το 1994 καθιερώθηκαν ελεύθερα οι τρεις αλλαγές, για να γίνουν πέντε στην περίοδο του κορονοϊού, όπως ισχύει και σήμερα. Με την προϋπόθεση βέβαια, ότι οι πέντε αλλαγές θα γίνουν σε τρεις διακοπές. Στις μεγάλες διεθνείς διοργανώσεις, είχε επιτραπεί μία αλλαγή στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1954 αλλά όχι στην τελική φάση. Ο τελευταίος τελικός του Μουντιάλ, χωρίς αλλαγές, ήταν στο Γουέμπλεϊ στις 30 Ιουλίου 1966, όπου η Αγγλία κέρδισε με σκορ 4-2 στην παράταση τη Γερμανία, καθώς ο κανονικός αγώνας έληξε με σκορ 1-1.
Οι Άγγλοι πανηγυρίζουν την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1966 στο Γουέμπλει αφού κέρδισαν 4-2 στην παράταση την Γερμανίας. Ήταν ο τελευταίος τελικός Μουντιάλ που έγινε χωρίς αλλαγές
Τώρα που βλέπουμε με τα σημερινά δεδομένα εκείνες τις εποχές, μπορείς να το πεις ότι ήταν εντελώς άστοχο, ίσως και ανόητο, να μην μπορεί μια ομάδα, ένας προπονητής, να αντικαταστήσει τουλάχιστον τραυματία ποδοσφαιριστή. Μιλάμε για εποχές με άθλιους αγωνιστικούς χώρους, όπου σε ελάχιστα γήπεδα υπήρχε χόρτο, με ερασιτέχνες ή ημιεπαγγελματίες ποδοσφαιριστές που δεν έκαναν τις προπονήσεις που κάνουν σήμερα, ούτε είχαν την ίδια διατροφή και την βοήθεια ειδικών επιστημόνων, την καλή ζωή και τα μέσα που έχουν οι σημερινοί επαγγελματίες. Τότε, όλοι σχεδόν οι ποδοσφαιριστές ασκούσαν και άλλα επαγγέλματα για να ζήσουν, ακόμα και όσοι ήταν σε ομάδες Α’ Εθνικής, παρακαλώντας οι περισσότεροι να μπουν σε κάποια δημόσια υπηρεσία. Και παρόλες αυτές τις δύσκολες συνθήκες που υπήρχαν, ήταν υποχρεωμένοι να βγάζουν 90λεπτα παιχνίδια, χωρίς αλλαγές, ρισκάροντας αρκετοί και τη σωματική τους ακεραιότητα όταν συνέχιζαν να παίζουν τραυματίες. Αλήθεια σε τι εξυπηρετούσε την μετεξέλιξη του ποδοσφαίρου η μη θεσμοθέτηση των αλλαγών; Γιατί να παίζουν οι ίδιες ενδεκάδες, οι ίδιοι παίκτες ακόμα και τραυματίες και γιατί οι ομάδες να μένουν με λιγότερους παίκτες; Όσο και αν ψάξαμε στο διαδίκτυο αλλά και στα αρχεία των εφημερίδων, δεν βρήκαμε από εκείνες τις εποχές απόψεις κάποιου αξιωματούχου που να δικαιολογεί αυτό το καθεστώς. Έτσι το ξεκίνησαν στην αρχή και το άφησαν ίδιο για πολλά χρόνια.
Χρηστάκης: Κάθε Κυριακή έπαιζαν οι ίδιοι παίκτες!
«Δεν υπάρχει καμία λογική σε αυτό που γινόταν» λέει στο «ΦΩΣ» ο παλιός άσσος της Αναγέννησης Άρτας Βασίλης Χρηστάκης, προσθέτοντας: «Η δική μου απορία είναι πώς δεν αντέδρασαν οι ποδοσφαιριστές ξένων χωρών που έχουν ανεπτυγμένο ποδόσφαιρο για να αναγκάσουν τη ΦΙΦΑ να υποχρεώσει τις ομοσπονδίες των χωρών να θεσμοθετήσουν τις αλλαγές. Ειδικά στην Ελλάδα, που δεν είχαμε επαγγελματικό ποδόσφαιρο και στη Β’ Εθνική πολλά παιδιά δούλευαν στις οικοδομές και από τα γιαπιά ερχόταν για μπάλα, ήταν πολύ σκληρό να βγάζεις συνεχόμενα παιχνίδια. Συνήθως έπαιζαν κάθε Κυριακή οι ίδιοι παίκτες, καθώς δεν υπήρχαν και μεγάλα ρόστερ. Εγώ είμαι λίγο τυχερός, γιατί στα 13 χρόνια που αγωνίστηκα στην Αναγέννηση, στα μισά παιχνίδια ήμουν τερματοφύλακας και στα άλλα μισά επιθετικός. Εγώ λοιπόν έπαιξα και πολλά ματς τερματοφύλακας και κάπως ξεκουραζόμουν. Άλλοι παίκτες έπαιζαν συνέχεια. Και οι προπονητές τότε δεν έκαναν το ροτέισον που κάνουν σήμερα. Αν δείτε ενδεκάδες ομάδων παλαιότερων εποχών, σχεδόν σε κάθε αγώνα έπαιζαν οι ίδιοι παίκτες».

Ο επιθετικός και…γκολκίπερ της Αναγέννησης Άρτας Βασίλης Χρηστάκης τονίζει ότι δεν είχε καμία λογική να μην γίνονται αλλαγές σε αγώνες
Ο Βασίλης Χρηστάκης είναι μια ξεχωριστή περίπτωση στην ιστορία του ποδοσφαίρου της Ηπείρου. Δεν αποτελεί μόνον τη σπάνια περίπτωση ποδοσφαιριστή στην Ελλάδα όπου σε επίσημα παιχνίδια Β’ και Γ’ Εθνικής έκανε 76 συμμετοχές ως τερματοφύλακας και 65 συμμετοχές με 13 γκολ ως επιθετικός, αλλά ήταν και σπουδαίος αθλητής στίβου με πανηπειρωτικά ρεκόρ και μετάλλια. Καταθέτοντας στο «ΦΩΣ» τα όσα είδε στα γήπεδα ανέφερε: «Σε άλλες ομάδες, όταν τραυματίζονταν τερματοφύλακες υπήρχε μεγάλο πρόβλημα, γιατί δεν μπορούσε να μπει ο αναπληρωματικός από τον πάγκο. Υποχρεωτικά έπαιρνε τη θέση του κάποιος άλλος που έπαιζε μέσα. Εμείς στην Αναγέννηση δεν είχαμε τέτοια περίπτωση, γιατί έπαιζα εγώ τερματοφύλακας και επιθετικός. Η έλλειψη αλλαγών ήταν ένα βάρος για τους προπονητές και τους παίκτες. Ευτυχώς ήμασταν σκληραγωγημένα παιδιά και δεν είχαμε πολλούς τραυματισμούς. Δεν μας έκαναν τάκλιν και οι αμυντικοί, γιατί ήταν τα γήπεδα γεμάτα πέτρες και χαλίκια και αν έπεφτες γδερνόσουν παντού, δεν μπορούσες για καιρό να φορέσεις παντελόνι. Με έναν ψιλοτραυματισμό, ένα τράβηγμα και τέτοια, δεν έβγαινε παίκτης από το γήπεδο και να αφήσει την ομάδα με αριθμητικό μειονέκτημα. Θα έπρεπε να χτυπήσει πολύ για να βγει, να μην μπορεί να σταθεί στα πόδια του και να χρειαστεί να πάει στο νοσοκομείο. Αμφιβάλω, αν οι σημερινοί ποδοσφαιριστές θα μπορούσαν να αντέξουν στις συνθήκες των δικών μας εποχών στα γήπεδα».
Ο Νικήτας Τσίλης, πρώτη αλλαγή του ΠΑΣ
Την πρώτη σεζόν 1968-69 που επιτράπηκαν οι δύο αλλαγές στο ελληνικό ποδόσφαιρο, στην πρεμιέρα του πρωταθλήματος Β’ Εθνικής, ο ΠΑΣ αγωνίστηκε στα Καμίνια με τον Ατρόμητο Πειραιώς. Ο τότε προπονητής του «Άγιαξ», ο Αχιλλέας Χρυσοχόου, χρειάστηκε να κάνει την πρώτη αλλαγή στο 67ο λεπτό, περνώντας στη θέση του Άρη Μαυριδόπουλου τον Νικήτα Τσίλη. Και λίγο μετά, στο 82ο λεπτό, έκανε και τη 2η αλλαγή, βάζοντας τον Αναστάσιο Κακολύρη στη θέση του Ηλία Βάσιου. Και τι σύμπτωση. Ο Νικήτας Τσίλης είναι ο πρώτος παίκτης που πέρασε ως αλλαγή στην Ιστορία του ΠΑΣ, αλλά και ο παίκτης που σημείωσε το πρώτο γκολ σε αγώνες πρωταθλήματος, στις 30 Οκτωβρίου 1966, στην αναμέτρηση ΠΑΣ – Ολυμπιακός Πατρών 3-0. «Αυτό που μου λέτε, ότι ήμουν η πρώτη αλλαγή του ΠΑΣ δεν το θυμάμαι, να σας πω την αλήθεια, γιατί τότε δεν είχαμε στατιστικές και κομπιούτερ που υπάρχουν σήμερα για να έχουμε στοιχεία», λέει στο «ΦΩΣ» ο Νίκης Τσίλης, συνεχίζοντας: «Θυμάμαι όμως, ό,τι σε δύο παιχνίδια έπαιξα υποχρεωτικά τερματοφύλακας. Σε ένα ματς στα Χανιά χτύπησε το κεφάλι ο τερματοφύλακάς μας, ο Κοσμάς Μανέγας, και δεν μπορούσε να συνεχίσει, έπρεπε να πάει για ακτινογραφίες στο νοσοκομείο. Μείναμε με 10 παίκτες γιατί δεν υπήρχαν αλλαγές και συνέχισα εγώ στη θέση του από χαφ που ήμουνα. Και σε ένα άλλο ματς που είχε αποβληθεί ο Μανέγας, έπαιξα πάλι τερματοφύλακας. Επειδή δεν υπήρχαν αλλαγές για να αντικαταστήσει τον τερματοφύλακα ο αναπληρωματικός του, στις προπονήσεις προπονούσαν και εμένα με τους τερματοφύλακες, ώστε να είμαι λύση ανάγκης. Εμείς δεν κάναμε επαγγελματικές προπονήσεις, αλλά ήμασταν υποχρεωμένοι να βγάζουμε ολόκληρα παιχνίδια, σε άσχημους αγωνιστικούς χώρους και πολλές φορές σκληρούς αντιπάλους. Έσφιγγες τα δόντια για να βγάλεις όλο το παιχνίδι, ακόμα και αν κάπου πονούσες, για να μην κρεμάσεις την ομάδα».

Ο Νικήτας Τσίλης που σημείωσε το πρώτο γκολ του ΠΑΣ το 1966 αλλά και ήταν ο πρώτος παίκτης που πέρασε σε παιχνίδι ως αλλαγή το 1968 σε αγώνα με τον Ατρόμητο Πειραιά
«Οι αναπληρωματικοί ήταν σαν…θεατές» λέει ο Σπυράκος
Μια άλλη εκδοχή μας δίνει ο βετεράνος αμυντικός του ΠΑΣ Πρέβεζα Ανδρέας Σπυράκος, ο περιβόητος «Νταγιάν»: «Στα εκτός έδρας παιχνίδια, δεν πήγαιναν μόνον 11 παίκτες, αυτοί δηλαδή που προόριζε ο προπονητής για την ενδεκάδα, αλλά πήγαιναν 16 παίκτες. Πηγαίναμε κανονικά αποστολή, ώστε αν συνέβαινε κάποιο πρόβλημα να μπορούσε ο κόουτς να αλλάξει κάποιον παίκτη μέχρι να ξεκινήσει το παιχνίδι. Όμως από τη στιγμή που ξεκινούσε ο αγώνας, απαγορεύονταν κάθε αλλαγή. Στα αποδυτήρια ξεντυνόμασταν και οι 16, αλλά όταν ξεκινούσε το παιχνίδι και μετά, οι αναπληρωματικοί δεν είχαν κανέναν ρόλο, κάθονταν στον πάγκο ως θεατές. Ορισμένοι ντύνονταν και πήγαιναν στην κερκίδα, έβλεπαν από εκεί το ματς με τους φιλάθλους. Μόνον στα εκτός έδρας καθόμασταν όλοι μαζί στον πάγκο, μην γίνει καμία φασαρία, από αυτές που γινόταν συχνά τότε, και να είμαστε όλοι μαζί».
«Πηγαίναμε στις αποστολές 16 παίκτες αλλά έπαιζαν μόνον οι 11» λέει στο «ΦΩΣ» ο παλιός αμυντικός βράχος του ΠΑΣ Πρέβεζα Ανδρέας Σπυράκος
Ο Ανδρέας Σπυράκος, θυμάται και κάποια άλλα περιστατικά: «Εγώ, όσες κλοτσιές και αν έτρωγα στον αγώνα, δεν το έβαζα κάτω. Σε ένα ματς στην Κέρκυρα, είχε σχιστεί όλο το φρύδι, έτρεχε αίμα, με έδεσαν το κεφάλι και το μάτι και έβγαλα όλο το παιχνίδι. Επειδή είχα μια μεγάλη γάζα στο ένα μάτι με έβγαλε ο οδηγός του πούλμαν “Νταγιάν”, όπως είχε κλεισμένο το ένα μάτι ο στρατηγός Νταγιάν. Ήταν σκληρό για τους παίκτες να μην μπορούν να βγουν από το παιχνίδι, ακόμα και όταν χτυπούσαν. Πες ότι χτύπησες ή ένιωσες ως άνθρωπος μια αδιαθεσία, γιατί να μην μπορεί να σε αλλάξει άλλος;».
Χρ. Τάσσης: «Ούτε στο ερασιτεχνικό υπήρχαν αλλαγές»
Αλλαγές ποδοσφαιριστών δεν γινόταν ούτε στο ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο. Και εκεί υπήρχαν οι ίδιοι κανονισμοί. Ο παλιός άσσος της Θύελλας Κατσικά Χρήστος Τάσσης, δηλώνει στο «ΦΩΣ»: «Κάναμε το πολύ δύο προπονήσεις την εβδομάδα, γιατί δουλεύαμε και την Κυριακή βγάζαμε όλο το παιχνίδι. Στο ερασιτεχνικό ήταν πιο δύσκολο να παίζεις 90λεπτα απ’ ότι ήταν στην Α’ και τη Β’ Εθνική. Έπεφτε πολύ ξύλο, κλοτσιές, ήταν κάποιοι….σεσημασμένοι παίκτες που σου έλεγαν αν περάσεις τη γραμμή θα σε βγάλουν με καροτσάκι από το γήπεδο. Τώρα, που έχουμε άλλη εικόνα για το ποδόσφαιρο, βλέποντας και πολλά παιχνίδια από την τηλεόραση, αναλογίζομαι ότι ήταν μέγα λάθος που δεν σκέφτηκαν να βάλουν πολλά χρόνια πριν, τις αλλαγές στο ποδόσφαιρο».
Στο μέσον με την πλακέτα ο παλιός άσσος της Θύελλας Κατσικά Χρήστος Τάσσης που περιγράφει στο «ΦΩΣ» τις δυσκολίες των ερασιτεχνικών αγώνων
Ξεφυλλίζοντας το αρχείο της ιστορικής εφημερίδας των Ιωαννίνων «Ηπειρωτικός Αγών», σημειώσαμε κάποια ματς όπου έμειναν ομάδες χωρίς τερματοφύλακες, με λιγότερους παίκτες ή κάποιοι τραυματίες απουσίαζαν για 20 και 30 λεπτά από το παιχνίδι και μετά ξανάμπαιναν στο γήπεδο, μόνο και μόνο επειδή δεν επιτρέπονταν οι αλλαγές. Σε ένα παιχνίδι στη Ριζούπολη, Απόλλων – Ολυμπιακός 2-1, στις 10/12/1961, τρεις παίκτες του Ολυμπιακού έβγαλαν τραυματίες όλο το παιχνίδι. Ο Λαιμός μεταφέρθηκε σε ιδιωτική κλινική όπου διαπιστώθηκε ότι έπαιζε με κάταγμα στο πόδι, ο Σάββας Παπάζογλου είχε πρόβλημα στην κλείδα και ο Αριστείδης Παπάζογλου είχε οίδημα στον αστράγαλο. Σε ένα άλλο ματς στην Κατερίνη, όπου ο Παναθηναϊκός κέρδισε με σκορ 5-0 τον Πιερικό, στις 29/3/1964, ο Πιερικός από το 11’ έπαιζε με 10 παίκτες γιατί ο Κεφαλίδης σε μια σύγκρουση με τον Λουκανίδη έπαθε διάσειση εγκεφάλου και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Υπάρχει και μια άλλη ιστορία που πάντα μας την έλεγε ο αείμνηστος Μίμης Ντουνιάς, ο οποίος είχε αγωνιστεί και στον ΠΑΣ Γιάννινα τη σεζόν 1973-74, χρονιά που η τοπική ομάδα ανέβηκε για πρώτη φορά στην Α’ Εθνική. Το 1961, όταν έκανε ντεμπούτο με τον Πανιώνιο σε ηλικία 17 ετών, σε ένα παιχνίδι με τον Άρη στο γήπεδο Χαριλάου, απέκρουσε με το κεφάλι ένα δυνατό σουτ του Πασχαλίδη και έπαθε ελαφρά διάσειση. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ όπου έμεινε για τρεις ημέρες. Ο Πανιώνιος τελείωσε με 10 παίκτες το παιχνίδι, αλλά γύρισαν όλοι στην Αθήνα και ξέχασαν στο νοσοκομείο τον πιτσιρικά! Στο σπίτι του Ντουνιά στην Αθήνα ανησυχούσαν για την υγεία του. Ευτυχώς τον επισκέφθηκε στο νοσοκομείο, προκειμένου να κάνει ρεπορτάζ, ο Θεσσαλονικιός δημοσιογράφος Τάκης Χασήρ και αυτός από κάποιο τηλέφωνο ειδοποίησε την οικογένεια του Ντουνιά ότι είναι καλά και παίρνει εξιτήριο.
Έβγαλε ένα ματς με κάταγμα στη μύτη!
Σε ένα παιχνίδι Β’ Εθνικής, Αναγέννηση Άρτας – Ατρόμητος Αθηνών 2-0, τη σεζόν 1963-64, ο αρχηγός Κώστας Αμβράζης χτύπησε στο πόδι, κάθισε για 20 λεπτά στον πάγκο και ξαναμπήκε στον αγώνα, συνεχίζοντας χωλαίνοντας. Αυτό δεν τον εμπόδισε να βάλει και το δεύτερο γκολ της Άρτας με χτύπημα φάουλ! Σε ένα άλλο παιχνίδι με τη Βέροια, το 1962, η Αναγέννηση από το 18’ έπαιζε με 10 παίκτες γιατί τραυματίστηκε ο επιθετικός Παπαγεωργίου. Επίσης, το 1965, σε ένα ματς Β’ Εθνικής, Αιγάλεω – Αναγέννηση Άρτας 1-0, στο 33’ συγκρούστηκαν σε διεκδίκηση της μπάλας στον αέρα οι Μαρκόπουλος και Αμβράζης. Ο αρχηγός της Άρτας έμεινε για 10 λεπτά στον πάγκο και επέστρεψε στο παιχνίδι με δεμένο το κεφάλι. Ο επιθετικός του Αιγάλεω (Μαρκόπουλος) επέστρεψε στο παιχνίδι όταν ξεκίνησε το δεύτερο ημίχρονο, συνέχισε με πόνους τον αγώνα και μετά το ματς που είχε μεταφερθεί σε νοσοκομείο διαπιστώθηκε ότι έπαιζε ενώ είχε υποστεί κάταγμα στο ρινικό διάφραγμα! Και όλα αυτά για να μην μείνει με λιγότερο παίκτη η ομάδα του. Τέτοιοι ηρωισμοί υπήρχαν τότε από την πλευρά των παικτών, άρρηκτα συναισθηματικά δεμένοι με τις ομάδες και τις φανέλες που φορούσαν. Σε ένα παραδοσιακό ντέρμπι της Ηπείρου, ΠΑΣ Πρέβεζα – Αναγέννηση Άρτας 2-1, το οποίο έγινε στις 9/4/1967, η γηπεδούχος ομάδας από το 35’ έμεινε με 10 παίκτες λόγω τραυματισμού του Μπασούλα. Και σε ένα άλλο ματς με την Κέρκυρα, στις 26/12/1966 για το πρωτάθλημα Β’ Εθνικής που έγινε στην Πρέβεζα, ο τοπικός ΠΑΣ τερμάτισε το ματς με 9 παίκτες, αφού αποχώρησαν τραυματίες στην επανάληψη ο γκολκίπερ Δημητρίου και ο Σαγανάς.

Ο ΠΑΣ Γιάννινα την σεζόν 1968-69 που επιτράπηκε και στην Ελλάδα να γίνονται δύο αλλαγές στους αγώνες. Όρθιοι από αριστερά οι Παπακοσμάς, Μανέγας, Μάντζιος, Αναστασίου, Βάσιος, Καραμανωλάκης. Καθιστοί οι Οικονομίδης, Τζαμάκος, Τσούρης, Δημητρίου, Τσουρλίδας
Πώς καθιερώθηκαν οι αλλαγές σε Ελλάδα και Αγγλία
Πρώτα στην Αγγλία τέθηκε θέμα τροποποίησης των κανονισμών, ώστε να επιτρέπονται αλλαγές στους αγώνες. Στα τέλη Μαΐου του 1965, στην ετήσια γενική συνέλευση της εκεί Ένωσης των επαγγελματικών σωματείων, αποφασίστηκε με ψήφους 39 υπέρ και 10 κατά, να επιτρέπεται μία αλλαγή ποδοσφαιριστή και μόνο σε περίπτωση τραυματισμού. Η απόφαση αυτή έγινε δεκτή από την αγγλική ομοσπονδία ποδοσφαίρου και έτσι από τη σεζόν 1965-66 ίσχυαν τα εξής: Οι ομάδες υποδείκνυαν τον 12ο παίκτη τους που αναγραφόταν στο φύλλο αγώνα και μόνον αυτός μπορούσε να περάσει ως αλλαγή και ουδείς άλλος. Την εκτίμηση αν υπήρχε ή όχι κάποιος τραυματισμός την έκανε ο διαιτητής του αγώνα και αυτός έδινε την έγκριση της αλλαγής. Αυτό πέρασε και σε άλλες ομοσπονδίες κρατών, ώσπου τον Δεκέμβριο του 1967 η ΦΙΦΑ αποφάσισε στους αγώνες να γίνονται δύο αλλαγές, η μία για τερματοφύλακα και η άλλη για τους παίκτες των υπόλοιπων θέσεων και χωρίς να υπάρχει δέσμευση τραυματία. Έτσι στην Ελλάδα, η ΕΣΑΠ (Ένωση Σωματείων Αμειβομένων Ποδοσφαιριστών), που ήταν πρόδρομος της μετέπειτα ΕΠΑΕ (Ένωση Ποδοσφαιρικών Ανωνύμων Εταιρειών), σημερινής Σούπερ Λιγκ, στις 6 Ιανουαρίου 1968 ζήτησε από την ΕΠΟ να εφαρμοστούν οι νέες ρυθμίσεις της ΦΙΦΑ άμεσα και από τον β’ γύρο των ελληνικών πρωταθλημάτων της αγωνιστικής σεζόν 1967-68, που ήταν σε εξέλιξη. Η ΕΠΟ αποδέχθηκε την πρόταση, με την προϋπόθεση να εφαρμοστεί από τη νέα σεζόν και όχι στα μέσα εκείνης της περιόδου. Τελικά, το καλοκαίρι του 1968, αποφασίστηκε από τη διεθνή Συνομοσπονδία να γίνονται ελεύθερα οι δύο αλλαγές και χωρίς καμία δέσμευση θέσεων. Έτσι είχαμε και στο ελληνικό ποδόσφαιρο δύο αλλαγές από τη σεζόν 1968-69 και μετά. Εκεί που οι ομάδες και οι προπονητές για πολλά χρόνια δεν είχαν καμία αλλαγή, βρέθηκαν ξαφνικά να έχουν δύο νέες προσθήκες με παίκτες από τον πάγκο. Το 1993 προστέθηκε η 3η αλλαγή μόνον για παίκτη που είχε δηλωθεί ως αναπληρωματικός τερματοφύλακας, και το 1994, με νέες τροποποιήσεις που πρότεινε το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο (IFAB), η 3η αλλαγή ήταν τελικά για όλους τους παίκτες. Το καθεστώς αυτό διατηρήθηκε για πολλά χρόνια, ώσπου στην περίοδο της πανδημίας οι αλλαγές έγιναν πέντε σε τρεις διακοπές.
Με όσα περιγράψαμε στο σημερινό αφιέρωμα, φωτίσαμε κάποιες πτυχές από το ποδόσφαιρο μιας άλλης εποχής, που οι αφηγήσεις παλαιών παικτών μοιάζουν για τους νεότερους σαν παραμύθι. Μα ήταν η πραγματικότητα μιας δύσκολης, αλλά αγνής και ρομαντικής εποχής.
Βαγγέλης Γυφτόπουλος