Πέμπτη 14 Αυγούστου 2025

Στη μνήμη της γιαγιάς μου Μαρίας Μαζιώτη

 Η γιαγιά Μαρία, μάνα του πατέρα μου, ήταν ο πιο καλός άνθρωπος που έχω γνωρίσει. Ποτέ δεν είπε κακό λόγο για κανέναν. Ήταν καλή με τις νύφες της και τον γαμπρό της. Εμάς τα εγγόνια της, δεν θυμάμαι να μας έβαλε τις φωνές ποτέ, όποια σκανταλιά και αν κάναμε• μόνο μας έλεγε, μάτια δεν κάνει, κατσίτε φρόνιμα. Μαγείρευε τέλεια, ενώ η αγαπημένη μου λιχουδιά, από όσες μας προσέφερε, ήταν φέτα ψωμί με λάδι και ζάχαρη. Μόνο μετά από πολλά χρόνια και αφού μεγάλωσα, κατάλαβα πως αυτή η λιχουδιά ήταν λύση ανάγκης μέσα στη φτώχεια στην Κατοχή, στον Εμφύλιο και κατόπιν. Μάλιστα, η ζάχαρη ήταν πολυτελής προσθήκη, πολύ αργότερα.


Η γιαγιά μου για πρωινό, όπως οι συγχωριανοί και οι συγχωριανές της, έτρωγε τρίψα, πάει να πει, μπουκιές ψωμί βουτηγμένες σε πιάτο με ζεστό γάλα, από την κατσίκα μαζί με αλάτι. Αυτό το πρωινό, που το έτρωγε και ο πατέρας μου μέχρι να μας αφήσει, τις έδινε δυνάμεις για τις δουλειές της ημέρας• αυτές του νοικοκυριού και τις σκληρές του χωραφιού. Συχνά θυμάμαι να τη βλέπω να έρχεται στο σπιτικό της πεζή, φορτωμένη ξύλα στην πλάτη της ως το Θεό. Αναρωτιέμαι αν πήγα, ο γάιδαρος, ποτέ να την απαλλάξω από το βάρος στην πλατούλα της• αυτή θα μου έλεγε, όχ' ψ"χή, δεν μπορείς εσύ.


Έτσι μας έλεγε, "ψυχή" και "μάτια". Μου κάνει εντύπωση που, όπως τα θυμάμαι, δεν έβαζε την κτητική αντωνυμία• έλεγε, ψυχή, όχι, ψυχή μου, έλεγε, μάτια, όχι, μάτια μου. Στην πραγματικότητα, η γιαγιά Μαρία ποτέ δεν ζήτησε για τον εαυτό της τίποτα. Το μόνο που έκανε σε όλη τη ζωή της ήταν να παλεύει με την ίδια τη ζωή• να μεγαλώσει τα έξι παιδιά της και να τα βοηθήσει να έχουν μια καλύτερη ζωή από τη δική της.


Με τον παππού να έχει διαφύγει στη Σοβιετική Ένωση, πολιτικός πρόσφυγας, η γιαγιά έμεινε πίσω ολομόναχη να ζει για τα παιδιά, ενώ παράλληλα έπρεπε να υπομένει τα πεθερικά της, που μπορεί να είχαν καλές προθέσεις, αλλά μιλάμε για αγροτική κοινωνία στην Ήπειρο της μεταπολεμικής Ελλάδας στα μισά του 20ου αιώνα. Επίσης, είχε να αντιμετωπίσει και το επίσημο κράτος που φόρτωσε στην οικογένειά της το στίγμα της "φαμελιάς του κατσαπλιά που το'σκασε στο Παραπέτασμα".


Θυμάμαι τον πατέρα μου να μας λέει ότι είμαστε καλομαθημένα, ενώ εκείνοι τρώγανε κρέας δυο φορές το χρόνο, Πρωτοχρονιά και Λαμπρή.


Η γιαγιά Μαρία δούλευε για χρόνια παραδουλεύτρα για να βγαίνουν τα απαραίτητα. Κατάφερε να στείλει δύο γιους της να σπουδάσουν στο εξατάξιο Γυμνάσιο στην Πρέβεζα, κάτι που σήμαινε έξοδα διαμονής και διατροφής. Ο ένας γιος ήταν ο πατέρας μου που μετά έδωσε εξετάσεις και μπήκε στη σχολή του ΟΤΕ - υπήρχε τότε. Οπότε χρωστάμε στη γιαγιά Μαρία το ότι μεγαλώσαμε σαν προνομιούχοι, κάτι όχι αυτονόητο.


Όταν ο παππούς Κώστας κατάφερε να επιστρέψει στη χώρα, το 1965, η γιαγιά σταμάτησε να ξενοδουλεύει, αλλά δεν ξεκουράστηκε κι ας το άξιζε όσο κανείς• νοικοκυριό και χωράφι την απασχολούσαν κάθε μέρα όλη μέρα. Θυμάμαι που είχε και αργαλειό και θυμάμαι την έκπληξη που δοκιμάσαμε με την αδερφή μου όταν σε επίσκεψη στο Αρχαιολογικό Μουσείο στα Γιάννινα είδαμε ρεπλίκα αργαλειού στην περιοχή στα αρχαία χρόνια: ήταν ίδια με τον αργαλειό της καλής μας γιαγιάς Μαρίας.


Αλίμονο, τη γιαγιά μου δεν μπορώ να τη θυμηθώ να γελάει. Η ζωή της ήταν δουλειά, δουλεία και δουλειά. Αγαπούσα τον παππού μου και πάντα θα τιμώ τη μνήμη του, αλλά τον κακίζω που, όπως όλοι οι άντρες της εποχής του, είχε τη θέση του αφέντη. Η γιαγιά ποτέ δεν παραπονέθηκε για κάτι, ποτέ δεν τη θυμάμαι να ζητά αλλά μόνο να δίνει. Είναι άδικο που προς τα τέλη της ζωή της ταλαιπωρήθηκε στην υγεία της. Γεροντική αμνησία, είπαν οι γιατροί• η γιαγιά δεν μας γνώριζε και μας ρωτούσε, εσύ ποιος είσαι. Το χειρότερο ήταν τις στιγμές που συνερχόταν και καταλάβαινε τι συνέβαινε. Τότε την έπαιρνε το παράπονο. Επίσης, είχε τάσεις φυγής, ήθελε να σηκωθεί να φύγει. Πού θα πας ρε μάνα, τη ρωτούσαν τα παιδιά της και αυτή απαντούσε, στο σπίτι μου στη Ζερμή.


Βλέπεις, τα άτομα που πάσχουν από κάποιο είδος άνοιας, όπως η γιαγιά μου, συνήθως γυρνάνε με το μυαλό τους στα παλιά, συγκεκριμένα, στην παιδική της ηλικία. Έτσι και η καλή μου γιαγιά λαχταρούσε να επιστρέψει στο πατρικό της, στην αγκαλιά της μάνας της και να παίξει με τα αδέλφια της και τα άλλα χωριανόπουλα. Τότε, που, θέλω να πιστεύω ότι ήταν ευτυχισμένη. Προτού μεγαλώσει και ο αφέντης πατέρας τη δώσει στον αφέντη σύζυγο.


Η γιαγιά μου η Μαρία ξεκουράστηκε παραμονή της ονομαστικής της γιορτής, στις 14 Αυγούστου του 1998. Είναι για πάντα στις καρδιές μας και αν υπάρχει Θεός και παράδεισος, η γιαγιά Μαρία αναπαύεται εκεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου