πηγή: https://www.tovima.gr/category/opinions/?utm_source=header&utm_medium=header&utm_campaign=opinions
Παρακολουθώ με διαρκή ανησυχία τη σταθερή υποχώρηση του ενδιαφέροντος των υποψηφίων για σπουδές στα τμήματα (Ελληνικής) Φιλολογίας. Η επιλογή μου να φοιτήσω στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών υπήρξε συνειδητή και εδράστηκε στη μελέτη κειμένων υψηλής αισθητικής και γνωσιακής πυκνότητας, προϊόντων διακειμενικών, διαχρονικών και υφολογικών διεργασιών αιώνων. Η συγκεκριμένη παιδεία καλλιεργεί, μεταξύ άλλων, ανοχή στην αμφισημία και ενισχύει την πολιτισμική επίγνωση μέσα από τη συστηματική τριβή με το σύνολο της ιστορίας της Ελληνικής γλώσσας.
Υπό αυτό το πρίσμα, η φιλολογική και γλωσσολογική συγκρότηση συνιστά sine qua non προϋπόθεση για να κατανοηθεί η Τεχνητή Νοημοσύνη (εφεξής ΤΝ) όχι ως απλός μηχανισμός μάθησης αλλά ως σύνθετο εγχείρημα ερμηνείας λόγου. Κατά τη γνώμη μου, ο ρόλος των φιλολόγων και των γλωσσολόγων είναι κρίσιμος για τη μετάβαση από τη στατιστική συνεμφάνιση στη σημασιολογική και πραγματολογική κατανόηση. Χωρίς την επιστημονική τους μεσολάβηση, τα μοντέλα παράγουν τυπικά ορθό λόγο με μειωμένη ερμηνευτική επάρκεια: «μιλούν» χωρίς να νοηματοδοτούν ύφος, υπαινιγμό, ειρωνεία, διακειμενικότητα και κοινωνική ταυτότητα.
Αυτή η διαπίστωση δημιουργεί παράθυρο ευκαιρίας για τα Τμήματα Φιλολογίας στα ελληνικά πανεπιστήμια, τα οποία από θεματοφύλακες γραμματικής γνώσης μπορούν να μετεξελιχθούν σε δυναμικά εργαστήρια γλωσσικής τεχνολογίας, επαναθεμελιώνοντας την ελκυστικότητά τους και χαράσσοντας καινούργια επαγγελματικά μονοπάτια. Η διαθέσιμη «πρώτη ύλη» είναι εξαιρετική: σώματα κειμένων χιλιετιών, πλούσια μορφολογία και σύνταξη, πολυφωνία διαλέκτων και υφολογικών ποικιλιών. Επάνω σε αυτήν μπορούν να σχεδιαστούν αντιπροσωπευτικά σώματα κειμένων (corpora) με αυστηρά κριτήρια, να αναπτυχθούν σχήματα επισημείωσης για υφολογικές αποχρώσεις (π.χ. ευγένεια, ειρωνεία, χιούμορ) και να υλοποιηθούν διαδικασίες ελέγχου μεροληψίας (bias auditing), ώστε η ΤΝ να μπορεί να παράγει λόγο όχι μόνο γραμματικά άρτιο αλλά και κοινωνικά υπεύθυνο. Η γλωσσολογία προσφέρει το πλαίσιο για να μετασχηματίζονται οι θεωρίες χρήσης της γλώσσας σε αλγοριθμικά αξιοποιήσιμα δεδομένα μέσω, λόγου χάρη, του σχεδιασμού σωμάτων κειμένων που αποτυπώνουν τη γεωγραφική, κοινωνική και επαγγελματική ποικιλία ή των εξειδικευμένων επισημειώσεων ύφους και υπαινιγμών. Παράλληλα, η φιλολογία, μέσω της ερμηνευτικής της παράδοσης, παρέχει τα κριτήρια για την αποτύπωση διακειμενικών σχέσεων και την αξιολόγηση αφηγηματικών και ρητορικών δομών. Επιπρόσθετα, η σχεδίαση της γλωσσικής εμπειρίας χρήστη (UX of language) καθορίζει το ύφος επικοινωνίας συστημάτων ΤΝ σε θεσμικά περιβάλλοντα όπως η υγεία, τα χρηματοοικονομικά περιβάλλοντα ή η δημόσια διοίκηση.
Ο απαραίτητος μετασχηματισμός ξεκινά από το πρόγραμμα σπουδών. Ενδεικτικά, θα ήθελα να προτείνω ορισμένα μαθήματα όπως «Γλωσσολογία Σωμάτων Κειμένων για ΤΝ», «Επισημείωση και Υφολογία», «Αρχαία και Μεσαιωνικά Ελληνικά στην Υπολογιστική Μορφολογία», «Ηθική και Μεροληψία στα Γλωσσικά Μοντέλα», «Αφηγηματικότητα και Διαλογικότητα για Σχεδιασμό Συνομιλιών», «Ελληνικές Διάλεκτοι και Αναγνώριση Ομιλίας», τα οποία δεν υποκαθιστούν τον κλασικό κορμό των προγραμμάτων· αντιθέτως τον αναβαθμίζουν. Η κριτική φιλολογική ανάγνωση μετασχηματίζεται σε τεκμηριωμένη μοντελοποίηση ύφους, ενώ η πραγματολογική ανάλυση λειτουργεί ως οδηγός για ευγενή, ασφαλή και συμπεριληπτικά συνομιλιακά συστήματα.
Για να αποκτήσουν υπόσταση τα προγραμμάτων σπουδών αυτά, φυσικά, τα τμήματα χρειάζονται χώρους πράξης: Μικρά annotation labs όπου οι φοιτητές/τριες εργάζονται με επαγγελματικά εργαλεία επισημείωσης, κατασκευάζουν πόρους για την υφολογική ποικιλία της Ελληνικής, σχεδιάζουν πειράματα ειρωνείας και μεταφοράς και πραγματοποιούν αξιολογήσεις μεροληψίας σε μοντέλα. Παράλληλα, ευχής έργον θα ήταν τα τμήματα να ξεφύγουν από τις αρτηριοσκληρωτικές πρακτικές του παρελθόντος, βάσει των οποίων στο παρελθόν τουλάχιστον ο φοιτητικός πληθυσμός επιτρεπόταν να παίρνει μαθήματα από άλλα τμήματα μόνο των Φιλοσοφικών σχολών, και να καθιερώσουν (ακόμα και στο προπτυχιακό επίπεδο) διεπιστημονικές συμπράξεις με τμήματα Πληροφορικής, νεοφυείς επιχειρήσεις γλωσσικής τεχνολογίας, εκδοτικούς οίκους, επιμελητήρια, μουσεία και δημόσιους φορείς που συνδέουν τη γνώση με πραγματικές εφαρμογές: π.χ., βελτιωμένη απομαγνητοφώνηση για τοπικούς ραδιοσταθμούς, εργαλεία ανίχνευσης παραπληροφόρησης σε ελληνόφωνα δίκτυα και μέσα, έξυπνες ψηφιακές εκδόσεις κλασικών κειμένων με δυναμικές παραπομπές.
Το σκηνικό αυτό ανοίγει νέες επαγγελματικές προοπτικές: υπολογιστικοί γλωσσολόγοι για την Ελληνική, επιμελητής/επιμελήτρια δεδομένων (data curator), επισημειωτής/επισημειώτρια δεδομένων (data annotator), γλωσσικός τεχνολόγος (language technologist) σε πολιτιστικούς οργανισμούς, ειδικός/ειδική τοπικοποίησης περιεχομένου, σχεδιαστής/σχεδιάστρια συνομιλιακών εμπειριών, αναλυτής/αναλύτρια μεροληψίας και ποιότητας δεδομένων, επιστημονικός/ή επιμελητής/-τρια ψηφιακών ανθολογιών. Πρόκειται για μερικά παραδείγματα ρόλων, οι οποίοι προϋποθέτουν γλωσσολογική κρίση, επιμέλεια, ιστορική παιδεία και πολιτισμική ευαισθησία, δεξιότητες, δηλαδή, που η Φιλολογία καλλιεργεί συστηματικά.
Παράλληλα, με τις συνέργειες αυτές η Ελληνική αποκτά «ψηφιακή κυριαρχία». Με στοχευμένα έργα πόρων, όπως καλοσχεδιασμένα corpora προφορικού και γραπτού λόγου, λεξικογράφημα μεταφορών, σήμανση λόγου μίσους και ρητορικών σχημάτων, η Ελληνική μπορεί να βελτιώσει τη θέση της στη διεθνή έρευνα και βιομηχανία ΤΝ. Με τους φοιτητές/τριες ως αρχιτέκτονες αυτών των πόρων, με ορατό αποτύπωμα σε δημόσια αποθετήρια (όπως, π.χ., στο GitHub) και βιογραφικά, τα τμήματα ενισχύουν την ερευνητική και κοινωνική τους ορατότητα.
Εν κατακλείδι, αν επιδιώκουμε ΤΝ όχι μόνο γραμματική αλλά και νοήμονα, χρειαζόμαστε Τμήματα Φιλολογίας που διδάσκουν πώς «σημαίνουμε» τον κόσμο και όχι απλώς πώς τον περιγράφουμε. Ένα τολμηρό, εφαρμοσμένο πρόγραμμα, εργαστηριακές πρακτικές επισημείωσης, διεπιστημονικές γέφυρες και έργα με κοινωνικό πρόσημο μπορούν να επανατοποθετήσουν τη Φιλολογία ως πρώτη επιλογή σπουδών και, ταυτόχρονα, να αναδείξουν τη γλωσσική γνώση σε στρατηγικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Ελλάδας στην ψηφιακή εποχή.
*Η Ειρήνη Θεοδωροπούλου είναι καθηγήτρια Γλωσσολογίας στο Qatar University

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου