Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2025

Ο Τσάρλι Κερκ έχει δίκιο να φοβάται τον Σπινόζα (αναδημοσίευση)

 





του Τζέισον Ρηντ


Οι δεξιοί πολέμιοι της κουλτούρας επιτέθηκαν πρόσφατα στον Ιμμάνουελ Καντ ως τον πατέρα της «κριτικής θεωρίας περί φυλών». Τώρα, προσωπικότητες όπως ο Τσάρλι Κερκ τα βάζουν με τον Μπαρούχ Σπινόζα —έναν στοχαστή του ριζοσπαστικού διαφωτισμού που μπορεί πραγματικά να μας διδάξει κάποια πράγματα για το πώς να πολεμήσουμε τη Δεξιά.


Σύμφωνα με το National Review, ο συντηρητικός τηλεπαρουσιαστής Τσάρλι Κερκ πρόσθεσε πρόσφατα το όνομα του Μπαρούχ Σπινόζα σε μια λίστα εχθρών που περιλαμβάνει τους λεγόμενους «πολιτιστικούς μαρξιστές» Ζακ Ντερριντά και Μισέλ Φουκώ.


Τα ονόματα Ντερριντά και Φουκώ είναι αρκετά γνωστά, ειδικά σε όσους θυμούνται τις συζητήσεις της δεκαετίας του 1980 περί πολιτικής ορθότητας, κατά τις οποίες ο μεταμοντερνισμός είχε κηρυχθεί εχθρός του λόγου, και της ίδιας της Αμερικής. Αλλά ο Σπινόζα, ένας ολλανδός ορθολογιστής του 17ου αιώνα, δεν φαίνεται να ταιριάζει εδώ και να συνιστά απειλή. Τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως.


Ένα από τα πράγματα που διακρίνει τον τρέχοντα πανικό για την wokeness από προηγούμενες συζητήσεις περί πολιτικής ορθότητας είναι ότι, ενώ οι τελευταίες αφορούσαν την υπεράσπιση του δυτικού κανόνα ενάντια στις μεταμοντέρνες πολιτικές ταυτότητας, όσοι διεξάγουν σήμερα πολιτιστικούς πολέμους αναζητούν όλο και περισσότερο τις ρίζες ιδεών όπως αυτή που αποκαλούν κριτική θεωρία περί φυλών σε εδραιωμένες αξίες της δυτικής φιλοσοφίας όπως ο Ιμμάνουελ Καντ — μια άποψη που επαναλήφθηκε πρόσφατα στην ακρόαση για την έγκριση του ορισμού της δικάστριας Ketanji Brown Jackson στο Ανώτατο Δικαστήριο. Τώρα, φαίνεται ότι προστέθηκε και ο Σπινόζα σε μια προαιώνια συνωμοσία που επιδιώκει να καταστρέψει τις δυτικές μας αξίες με κάτι που ονομάζεται «κοινωνική δικαιοσύνη».


Ωστόσο, αν πάρεις μια απόσταση από την ολοένα και πιο παρανοϊκή στροφή των πολιτιστικών πολέμων της δεξιάς, θα μπορούσες να πεις ότι ο Σπινόζα είναι πράγματι ένας άξιος εχθρός για τη δεξιά. Στο κάτω κάτω, μαρξιστές φιλόσοφοι και θεωρητικοί έχουν επανειλημμένα στραφεί στον Σπινόζα κατά το παρελθόν. Υπάρχει μάλιστα μια ολόκληρη παράδοση «μαρξιστικού σπινοζισμού», από τον Λουί Αλτουσέρ έως τον Αντόνιο Νέγκρι.


Φαίνεται όμως απίθανο ο Τσάρλι Κερκ να έχει διαβάσει το Figures du Communisme του Φρεντερίκ Λορντόν. Αντί να επικεντρωθούμε στην αποδοχή του Σπινόζα από τη μαρξιστική αριστερά, μια καλύτερη ερώτηση θα ήταν: Τι συγκεκριμένα έγραψε ο Σπινόζα που να εμφανίζεται εύλογα ως απειλή για τους δεξιούς ψεκασμένους;


Οι δεισιδαίμονες


Η κύρια πολιτική παρέμβαση του Σπινόζα κατά τη διάρκεια της ζωής του, η Θεολογικο-Πολιτική Πραγματεία, έχει τον μακροσκελή υπότιτλο: «Μέσω της οποίας αποδεικνύεται ότι όχι μόνο η ελευθερία του φιλοσοφείν μπορεί να επιτραπεί χωρίς να κινδυνεύσει η ευσέβεια και η ειρήνη της πολιτείας, αλλά και ότι η ελευθερία αυτή δεν μπορεί να αναιρεθεί χωρίς μαζί της να αναιρεθούν η ειρήνη της πολιτείας και η ίδια η ευσέβεια». Με άλλα λόγια, ο Σπινόζα υπερασπιζόταν την ελευθερία της σκέψης και της φιλοσοφίας.


Δεδομένου ότι μεγάλο μέρος της Δεξιάς, από τον Ντόναλντ Τραμπ έως τον Έλον Μασκ, έχει συσπειρωθεί γύρω από το αίτημα για «ελευθερία του λόγου», ο Σπινόζα θα φαινόταν ένας φυσικός σύμμαχος. Όμως, ακριβώς στο πώς ο Σπινόζα διαμορφώνει αυτό το αίτημα για ελευθερία του λόγου και πώς κατανοεί τη σύνδεση μεταξύ φιλοσοφίας και πολιτικής είναι που φαίνεται γιατί αποτελεί ανάθεμα για όλα όσα πρεσβεύει η Δεξιά.


Για όσους δεν ξέρουν: για τον Σπινόζα, ο πραγματικός εχθρός της ελευθερίας της σκέψης, της έκφρασης και της φιλοσοφίας δεν είναι καθόλου η κρατική λογοκρισία, αλλά κάτι εντελώς διαφορετικό: η δεισιδαιμονία. Και η δεισιδαιμονία είναι κάτι που οι σημερινοί δεξιοί δημαγωγοί εκμεταλλεύονται σε μεγάλο βαθμό.


Γράφοντας στα μέσα του 17ου αιώνα, ο Σπινόζα είχε οξεία επίγνωση του πώς η Αγία Γραφή αναδείχθηκε σε πηγή όχι μόνο γνώσης, αλλά και πολιτικής εξουσίας. Μέχρι που αποβλήθηκε από τη μικρή εβραϊκή κοινότητα του Άμστερνταμ λόγω των αιρετικών του πεποιθήσεων και γνώρισε από πρώτο χέρι τη διαμάχη μεταξύ της σύγχρονης φιλοσοφίας και της πολιτικής εξουσίας των θρησκευτικών γραφών.


Η σύγκρουση μεταξύ της εξουσίας των γραφών και της επιστήμης χαρακτήρισε την εποχή του Σπινόζα, αγγίζοντας στοχαστές από τον Γαλιλαίο μέχρι τον Ντεκάρτ. Ο Σπινόζα όμως έβλεπε τη διαμάχη μεταξύ δεισιδαιμονίας και λογικής με έναν μοναδικό τρόπο: όχι ως διαμάχη μεταξύ των κυβερνώντων και του λαού, όπως υποστήριζαν οι φιλελεύθεροι φιλόσοφοι, αλλά ως εγγενή σε όλη την πολιτική ζωή και, το κυριότερο, ως μια πάλη εσωτερική στο κάθε άτομο.


Με άλλα λόγια, η δεισιδαιμονία δεν είναι μόνο μια εξωτερική δύναμη, όπως η κρατική λογοκρισία, αλλά είναι η δύναμη της υπακοής που, κατά μία έννοια, προέρχεται από μέσα μας.


Όπως γράφει ο Σπινόζα,


Το μεγάλο μυστικό του μοναρχικού κράτους, και το στήριγμά του, είναι να διατηρεί τους ανθρώπους σε μια κατάσταση εξαπάτησης και, υπό το υψηλό όνομα της θρησκείας, να καλύπτει τον φόβο με τον οποίο πρέπει να τους κρατά υπό έλεγχο, έτσι ώστε να αγωνίζονται για τη σκλαβιά τους σαν να επρόκειτο για τη σωτηρία τους και να μην θεωρούν ντροπή, αλλά ύψιστη τιμή, το να χύνουν το αίμα και να θυσιάζουν τη ζωή τους για τη δόξα ενός ανθρώπου[1].


Πολύ νωρίτερα από τον Καρλ Μαρξ, η διατύπωση του Σπινόζα προσφέρει κάτι συγγενές με μια θεωρία της ιδεολογίας: δεν είναι ότι οι κυρίαρχες ιδέες είναι απλώς οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης, ενώ οι υπόλοιποι υποφέρουμε παθητικά υπό την κυριαρχία τους. Οι άνθρωποι αγωνίζονται ενεργά ενάντια στα δικά τους συμφέροντα και την απελευθέρωσή τους. Αντί να αγωνίζονται για να γίνουν πιο ελεύθεροι και λογικοί, αγωνίζονται να διατηρήσουν τη δουλεία τους και μαζί με αυτήν την εξουσία εκείνων που ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν αντί γι’ αυτούς.


Για να κατανοήσουμε αυτό το παράδοξο —ότι οι άνθρωποι μπορεί να αγωνίζονται για τη δουλεία τους σαν να ήταν σωτηρία— είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε τη σύνδεση που κάνει ο Σπινόζα μεταξύ γνώσης και πολιτικής, στην οποία έγκειται το κλειδί για να κατανοήσουμε τη δύναμη της δεισιδαιμονίας. Η σχέση μεταξύ γνώσης και πολιτικής, του τρόπου με τον οποίο σκεφτόμαστε και του τρόπου με τον οποίο ζούμε, βρίσκεται στο επίκεντρο της φιλοσοφίας του Σπινόζα. Μάλιστα, ενώ οι σύγχρονοι του Σπινόζα διαχώριζαν τη μέθοδο τους για τη γνώση του κόσμου από τον τρόπο με τον οποίο ζούσαν εντός του, ο Σπινόζα, σε μια από τις πιο προκλητικές διατυπώσεις του, έβλεπε τη σκέψη και τη ζωή, το μυαλό και το σώμα, ως δύο όψεις της ίδιας πραγματικότητας.


Διαβάζοντας την Ηθική


Το κεντρικό έργο του Σπινόζα, η Ηθική, είναι τόσο ένα βιβλίο για τη φύση της γνώσης, της πραγματικότητας, του νου και του σώματος, όσο και ένας οδηγός για το πώς να ζούμε. Εκεί, ο Σπινόζα δείχνει ότι είμαστε έκθετοι στη δεισιδαιμονία επειδή γεννιόμαστε έχοντας συνείδηση των επιθυμιών μας, αλλά άγνοια για τις αιτίες των πραγμάτων. Επιπλέον, τα κενά που υπάρχουν στην κατανόησή μας για τον κόσμο τα γεμίζουμε αναγκαία με τις επιθυμίες μας: αποκαλούμε τα πράγματα χαοτικά επειδή δεν ταιριάζουν με τα σχέδιά μας, ή κακά επειδή φαίνεται να απειλούν τον τρόπο ζωής που επιθυμούμε.


Αυτό που ο Σπινόζα αποκαλεί φαντασία, ή ανεπαρκή γνώση, είναι αυτό που συμβαίνει όταν συγχέουμε τον τρόπο με τον οποίο κάτι μας επηρεάζει με αυτό που είναι. Για παράδειγμα, ο φόβος μας για τα φίδια παραγνωρίζεται ως μια ιδιότητα του ίδιου του φιδιού, το οποίο τότε θεωρούμε ότι έχει κακές ιδιότητες. Εφόσον, κατά τον Σπινόζα, ενεργούμε πάντα με βάση κάποιο σκοπό, προσπαθώντας να πραγματοποιήσουμε τις επιθυμίες και τα σχέδιά μας στον κόσμο, τείνουμε επίσης να ερμηνεύουμε τον κόσμο με παρόμοιο τρόπο, σαν όλα τα πράγματα σε αυτόν να καθοδηγούνται από έναν καθορισμένο σκοπό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα πράγματα που μας βοηθούν στη φύση τα θεωρούμε προϊόν ενός θεϊκού σχεδίου για να μας βοηθήσει, ενώ τα πράγματα που μας βλάπτουν τα θεωρούμε κρίση ή τιμωρία για τις πράξεις μας.


Σε αυτό το σημείο είναι που η προκατάληψη, όπως την αποκαλεί ο Σπινόζα, η βασική άγνοια των αιτίων και η έλλειψη συνειδητοποίησης των δικών μας επιθυμιών, γίνεται δεισιδαιμονία, μια δοξασία ή δόγμα που ισχυρίζεται ότι γνωρίζει τα αληθή κίνητρα και αίτια του κόσμου. Η έλλειψη γνώσης γίνεται ένας δογματικός τρόπος να δίνουμε νόημα στον κόσμο.


Με άλλα λόγια, η προκατάληψη μετατρέπεται σε δεισιδαιμονία όταν η άγνοιά μας και η επιθυμία μας κοινωνικοποιούνται: όταν η πίστη στα τελικά αίτια γίνεται κάτι που οι άνθρωποι μπορούν να εκμεταλλευτούν πείθοντας άλλους για την ορθότητα της δικής τους ερμηνείας. Η προκατάληψη είναι μια προσπάθεια να κατανοήσουμε τον κόσμο με τα λίγα που γνωρίζουμε, με βάση τις δικές μας επιθυμίες. Η δεισιδαιμονία είναι μια προσπάθεια να οργανώσουμε αυτή τη βασική προσπάθεια των ατόμων να κατανοήσουν τον κόσμο με απώτερο στόχο να κατακτήσουμε εξουσία.


Φυσικά, το δίλημμα για το οποίο έγραψε ο Σπινόζα, στο οποίο η δεισιδαιμονία εκμεταλλεύεται την φυσική προκατάληψη, προσιδίαζε στις κοινωνικές δυναμικές μιας περιόδου στην οποία η άγνοια μπορούσε να χειραγωγηθεί μέσω των Γραφών. Ωστόσο, οι ιδέες του Σπινόζα εκτείνονται πέρα από την κριτική της θρησκείας. Το βασικό σημείο του Σπινόζα είναι ότι όλοι ξεκινάμε από ένα σημείο θεμελιώδους άγνοιας, αγνοώντας τις αιτίες των πραγμάτων· η κρίσιμη πολιτική διάκριση, τόσο στην εποχή του Σπινόζα όσο και στη δική μας, είναι ανάμεσα σ’ εκείνους που εκμεταλλεύονται αυτή την άγνοια και σ’ εκείνους που επιδιώκουν να την ξεπεράσουν. Για τον Σπινόζα, η απελευθέρωση είναι ακριβώς αυτό: μια προσπάθεια να ξεπεράσουμε την άγνοια μέσα απ’ τον μετασχηματισμό του τρόπου με τον οποίο σκεφτόμαστε τον κόσμο.


«Μια καλή θεωρία συνωμοσίας είναι αδύνατο να αποδειχθεί»


Αυτό μας φέρνει πίσω στον Τσάρλι Κερκ και στον κόσμο των δεξιών ραδιοφωνικών εκπομπών, podcast και τηλεοπτικών μέσων —έναν κόσμο γεμάτο προκατάληψη και δεισιδαιμονία.


Κατά μία έννοια, ολόκληρη η σφαίρα των δεξιών μέσων ξεκινά από απλές επιθυμίες, συχνά την επιθυμία να διατηρηθεί το κύρος ή η αίσθηση ασφάλειας του ατόμου στον κόσμο. Αυτό που έχει σημασία στον κόσμο του Alex Jones, του Ben Shapiro και άλλων δεν είναι η φύση των απειλών ή η πραγματική αιτιώδης σχέση τους με την ανασφάλεια που αισθανόμαστε. Αυτό που έχει σημασία είναι ο τρόπος με τον οποίο μας αγγίζουν και επηρεάζουν τις επιθυμίες μας.


Για να πάρουμε σύγχρονα παραδείγματα, πράγματα όπως η υποχρεωτική επαγγελματική επιμόρφωση για θέματα ανεκτικότητας ή η διδασκαλία της ιστορίας της δουλείας στο σχολείο μπορούν να κάνουν κάποιον να νιώσει άσχημα. Από αυτό, συμπεραίνουν ότι το αποτέλεσμα (η γνώση της ιστορίας της δουλείας) πρέπει να είναι η αιτία αυτού που νιώθουν, έτσι ώστε ο συγκεκριμένα άσχημος τρόπος με τον οποίο νιώθουμε απέναντι στην εκπαίδευση για την ανεκτικότητα ή τη δουλεία να μπορεί με κάποιο τρόπο να εξηγήσει την αιτιώδη συνθήκη της. Τα αποτελέσματα μετατρέπονται σε αιτίες. Αν η εκμάθηση της ιστορίας της δουλείας κάνει κάποιον να νιώθει άσχημα, τότε αυτό πρέπει να συμβαίνει επειδή έτσι είναι σχεδιασμένη.


Η κριτική θεωρία περί φυλών υπάρχει για να κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται άσχημα — και να προωθήσει την υπόθεση της «φιλελεύθερης ενοχής» — με τον ίδιο τρόπο που τα φίδια είναι κακά. Ένα ενδεχομενικό αποτέλεσμα του πράγματος έχει γίνει το καθοριστικό του κατηγόρημα.


Αυτή η αντιστροφή, το να παίρνουμε τα αποτελέσματα ως αιτίες, γίνεται μια φόρμουλα για να αποδίδουμε νόημα στον κόσμο. Όσο λιγότερο κατανοεί κανείς τις πραγματικές αιτίες των οικονομικών και πολιτικών παραγόντων που έχουν κάνει τον κόσμο μπερδεμένο και απειλητικό, τόσο πιο πρόθυμος είναι να τον κατανοήσει με βάση τις επιθυμίες μας και τις αόρατες προθέσεις που τις διαμορφώνουν.


Επειδή, κατά τον Σπινόζα, οι επιθυμίες και οι προθέσεις είναι ο τρόπος με τον οποίο ενεργούμε στον κόσμο και κατανοούμε τις πράξεις μας, γίνονται επίσης ο τρόπος με τον οποίο ερμηνεύουμε τη λειτουργία του κόσμου. Οι θεωρίες συνωμοσίας, θα μπορούσαμε να πούμε, είναι η κοσμική εκδοχή της νοοτροπίας περί τελικών αιτιών που κάποτε συσχετιζόταν με τις Γραφές και τη θρησκεία: μέσω της θεωρίας συνωμοσίας, βλέπουμε πίσω από τον κόσμο τις σκοτεινές δυνάμεις που ενορχηστρώνουν δόλιους σχεδιασμούς.


Σε αυτή τη συνωμοτική σκέψη, το αποτέλεσμα ενός πράγματος γίνεται αιτία, όλα δε ερμηνεύονται σύμφωνα με προθέσεις και σχέδια: όχι μόνο η «τελική αιτία» λαμβάνεται ως ερμηνευτική αρχή, αλλά με αυτόν τον τρόπο, τα πραγματικά αποτελέσματα των υλικών πραγμάτων αντιστρέφονται για να γίνουν αιτίες και, τελικά, σατανικά σχέδια. Ακολουθώντας την ίδια λογική, ο κόσμος γίνεται μια σειρά από σημάδια που πρέπει να αποκωδικοποιηθούν —συνήθως από κάποιον αυτόκλητο «ελεύθερο στοχαστή»— προκειμένου να δούμε τις πραγματικές προθέσεις που κρύβονται πίσω από αυτά.


Αληθής γνώση


Αυτό τώρα έχει να κάνει με την ελευθερία του λόγου και τη φιλοσοφία. Είναι αλήθεια ότι ο Σπινόζα ήταν υπέρμαχος της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης απόψεων, ακόμη και (ενδεχομένως) συνωμοτικών. Πράγματι, ο Σπινόζα, ο οποίος πάντα βασιζόταν στην κατανόηση της ανθρώπινης φύσης και των ευρύτερων φυσικών διαδικασιών για να κατανοήσει την πολιτική, προέβλεψε ότι ήταν αναπόφευκτο και φυσικό άνθρωποι με διαφορετικές εμπειρίες και ιστορίες να βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά. Οποιαδήποτε προσπάθεια καταστολής των φυσικών μας διαφορών θα είχε ως αποτέλεσμα οι άνθρωποι να κάνουν τα ίδια πράγματα, να λένε τα ίδια πράγματα και να σκέφτονται τα ίδια πράγματα. Αυτό θα ήταν τυραννικό, αλλά και καταδικασμένο σε αποτυχία.


Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η πληθωρική διάδοση απόψεων και προκαταλήψεων είναι από μόνη της καλή ή αξιέπαινη. Το πολιτικό ιδανικό του Σπινόζα μπορεί να ήταν, όπως το έθεσε ο φιλόσοφος Ετιέν Μπαλιμπάρ, «όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι να σκέφτονται όσο το δυνατόν περισσότερο», αλλά το θέμα δεν είναι να πανηγυρίσουμε που μια πληθώρα αντικρουόμενων προκαταλήψεων είναι ελεύθερες να εκφράζονται και να οργίζονται η μία εναντίον της άλλης. Για τον Σπινόζα, ο σκοπός της ελευθερίας της σκέψης και του λόγου έχει ένα συγκεκριμένο τέλος: να φτάσουμε στην «επαρκή» ή αληθή γνώση.


Πώς φτάνουμε στην αληθή γνώση; Αυτό συμβαίνει μέσω αυτού που ο Σπινόζα ονόμαζε κοινές έννοιες. Οι έννοιες είναι «κοινές» όταν περιλαμβάνουν την κατανόηση των αιτιωδών σχέσεων —σωματικών, φυσικών, αλλά και κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών — που επηρεάζουν τα πάντα (δηλαδή, που συνέχονται από κοινού). Η κατανόηση των πραγμάτων μέσω των πολύπλοκων και αλληλοσυνδεόμενων αιτιωδών τους σχέσεων είναι το αντίθετο της κατανόησης των πραγμάτων μέσω των αποτελεσμάτων τους: η τελευταία, χαρακτηριστική των θεωριών συνωμοσίας, μπορεί να βρει μόνο προθέσεις. Η κοινή γνώση του Σπινόζα αναγνωρίζει ότι ο κόσμος, με όλη την πολύπλοκη αιτιότητά του, υπερβαίνει όχι μόνο τις προθέσεις μας, αλλά και τις προθέσεις οποιουδήποτε ατόμου, τάξης ή ομάδας. Αυτό είναι ένα από τα σημαντικά σημεία επαφής μεταξύ του Σπινόζα και του Μαρξ –που δεν είναι και λίγα.


Για τον Σπινόζα, το ζήτημα της έκφρασης απόψεων αφορούσε τελικά την εξουσία, νοούμενη ως αύξηση ή μείωση της συλλογικής και ατομικής μας δύναμης να ενεργούμε ή να σκεφτόμαστε. Σχεδόν τετρακόσια χρόνια αργότερα, αυτό εξακολουθεί να φαίνεται ένας καλός τρόπος για να προσεγγίσουμε το κεντρικό ζήτημα της ελευθερίας του λόγου: αντί να επικεντρωνόμαστε στο αφηρημένο δικαίωμα να λέμε ή να μην λέμε κάτι σε μια αίθουσα διδασκαλίας ή σε ένα διαδικτυακό φόρουμ, ίσως είναι πιο χρήσιμο να αναρωτηθούμε πώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν τέτοιοι χώροι για να διαδώσουμε κοινές έννοιες και να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τις συλλογικές μας συνθήκες, αντί να διαδίδουμε προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες.


Ο Τσάρλι Κερκ και ο κόσμος του δεξιού ραδιοφώνου έχουν δίκιο να βλέπουν τον Σπινόζα σαν εχθρό τους. Εκείνοι μπορεί να μην παραθέτουν αποσπάσματα από τις Γραφές, αλλά βρίσκονται στην πλευρά της δεισιδαιμονίας με την συγκεκριμένη έννοια που είχε ο Σπινόζα στο μυαλό του: χτίζουν τη βάση της εξουσίας τους πάνω σε ανεπαρκείς ιδέες, συνθέτοντας μια κοσμοθεωρία που βλέπει μόνο τα αποτελέσματα της πολύπλοκης αλληλεπίδρασης κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών παραγόντων.


Το σημαντικότερο από όλα είναι ότι οι συνωμοσιολόγοι της δεξιάς επιδιώκουν όχι να μετασχηματίσουν την άγνοια, αλλά να την εκμεταλλευτούν, αιχμαλωτίζοντας το κοινό τους με μια ατέρμονη αναζήτηση για σημάδια επικείμενου κινδύνου. Φυσικά, αυτό τους ταιριάζει απόλυτα, αφού μόνοι τους έχουν χρίσει τον εαυτό τους ερμηνευτή αυτών των κρυπτογραφημένων μηνυμάτων.


Εμείς οι υπόλοιποι, όμως, δεν μπορούμε να αφήσουμε τους πολύ πραγματικούς φόβους και τις ανησυχίες μας να συνδέονται με φανταστικές αιτίες. Το κόστος είναι μεγάλο: αυτό που παίζεται εδώ είναι η κατανόησή μας για τις πραγματικές αιτίες των φόβων μας και, μαζί με αυτήν την κατανόηση, η συλλογική δύναμη να αντιληφθούμε τις προϋποθέσεις της γνώσης μας και να τις μετασχηματίσουμε.


[1] Το απόσπασμα αυτό είναι από τον Πρόλογο της Θεολογικο-πολιτικής Πραγματείας.


Ο Jason Read είναι καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Southern Maine και συγγραφέας τού The Production of Subjectivity: Marx and Philosophy (Brill, 2022). Δημοσιεύει στο μπλογκ unemployednegativity.com. Το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύθηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Jacobin στις 08.11.2022.

πηγή: https://nomadicuniversality.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου