Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

Απόσπασμα από τη Θεογονία του Ησίοδου

 


Ησίοδος - Θεογονία 

(116 - 210)


Στ᾽ αλήθεια πρώτα‒πρώτα το Χάος έγινε. Κι ύστερα

η πλατύστερνη η Γη, η σταθερή πάντοτε έδρα όλων των αθανάτων

που την κορφή κατέχουνε του χιονισμένου Ολύμπου,

και τα ζοφώδη Τάρταρα στο μυχό της γης με τους πλατιούς τους δρόμους.


Αλλά κι ο Έρωτας που ο πιο ωραίος είναι ανάμεσα στους αθάνατους θεούς,

αυτός που παραλύει τα μέλη και όλων των θεών κι ανθρώπων την καρδιά

δαμάζει μες στα στήθη και τη συνετή τους θέληση.

Κι από το Χάος έγινε το Έρεβος κι η μαύρη Νύχτα.

Κι από τη Νύχτα πάλι έγιναν ο Αιθέρας και η Ημέρα:

αυτούς τους γέννησε αφού συνέλαβε σμίγοντας ερωτικά με το Έρεβος.


Και η Γη γέννησε πρώτα ίσον μ᾽ αυτή

τον Ουρανό που ᾽ναι γεμάτος άστρα, να την καλύπτει από παντού τριγύρω

και να ᾽ναι έδρα των μακαρίων θεών παντοτινά ασφαλής.

Γέννησε και τα όρη τα ψηλά, τις όλο χάρη κατοικίες των θεών Νυμφών

που κατοικούνε στα βουνά τα φαραγγώδη,

μα και το πέλαγος το άκαρπο γέννησε που ορμάει με το κύμα,

τον Πόντο, δίχως ζευγάρωμα ευφρόσυνο. Κι έπειτα

ξάπλωσε με τον Ουρανό και γέννησε τον Ωκεανό το βαθυδίνη

τον Κοίο, τον Κρείο, τον Υπερίονα, τον Ιαπετό,

τη Θεία, τη Ρέα, τη Θέμιδα, τη Μνημοσύνη,

τη χρυσοστέφανη τη Φοίβη και την εράσμια Τηθύ.

Μαζί μ᾽ αυτούς γεννήθηκε, πιο νέος απ᾽ όλους, ο δολοπλόκος Κρόνος,

ο πιο δεινός απ᾽ τα παιδιά. Και το γονιό του το θαλερό εχθρεύτηκε.


Γέννησε και τους Κύκλωπες, που ᾽χουν πανίσχυρη καρδιά,

το Βρόντη, το Στερόπη και τον Άργη με τη δυνατή ψυχή,

που δώσανε στο Δία τη βροντή και του ᾽φτιαξαν τον κεραυνό.

Αυτοί σε όλα τ᾽ άλλα με τους θεούς παρόμοιοι ήταν,

μα ένα μονάχα μάτι στη μέση του μετώπου τους βρισκόταν.

Και πήραν το φερώνυμο όνομα Κύκλωπες,

γιατί στο μέτωπό τους ένα βρισκόταν μάτι κυκλικό.

Και ισχύς, δύναμη και τεχνάσματα στα έργα τους υπήρχαν.


Και άλλοι πάλι από τη Γη κι από τον Ουρανό γεννήθηκαν

τρεις γιοι, μεγάλοι κι ισχυροί, ακατονόμαστοι,

ο Κόττος, ο Βριάρεως κι ο Γύγης, τέκνα αλαζονικά.

Από τους ώμους τους χέρια εκατό σαλεύανε,

απλησίαστοι, και στον καθένα κεφαλές πενήντα

φυτρώνανε απ᾽ τους ώμους πάνω στα στιβαρά τους μέλη.

Και δύναμη άπλετη και κρατερή στο μέγα ανάστημά τους.


Όσοι γεννήθηκαν από τη Γη κι από τον Ουρανό,

τα φοβερότερα παιδιά, ήτανε στο γονιό τους μισητοί

απαρχής. Και μόλις γεννιόταν ο καθένας τους,

ευθύς όλους τους έκρυβε στης Γης τα σπλάχνα και δεν τους άφηνε

ν᾽ ανέβουνε στο φως. Κι ευχαριστιότανε ο Ουρανός

με το κακό του έργο. Και μέσα της στέναζε στενεμένη

η πελώρια Γη και δόλιο τέχνασμα κακό στοχάστηκε.

Γέννησε αμέσως το γένος του γκρίζου αδάμαντα

και μέγα δρεπάνι έφτιαξε κι έδωσε οδηγίες στα παιδιά της.


Τους είπε θάρρος δίνοντας, θλιμμένη στην καρδιά της:

«Παιδιά δικά μου και μοχθηρού πατέρα, αν θέλετε

υπακούστε με. Την ύβρη την κακή μπορούμε να εκδικηθούμε

του πατέρα σας. Αφού πρώτος αυτός έργα απρεπή βουλεύτηκε.»

Έτσι είπε. Και όλους δέος τούς κυρίευσε, κανένας τους

δε μίλησε. Παίρνοντας θάρρος ο δολοπλόκος μέγας Κρόνος

ευθύς στη φρόνιμη μητέρα του απάντησε μ᾽ αυτά τα λόγια:

«Μητέρα, εγώ αν αναλάμβανα θα τέλειωνα αυτό το έργο,

αφού τον ακατονόμαστο πατέρα μου δεν υπολογίζω.

Γιατί νωρίτερα αυτός έργα απρεπή βουλεύτηκε.»


Έτσι είπε. Και χάρηκε πολύ η πελώρια Γη μες στην καρδιά της.

Τον έβαλε να κάθεται σ᾽ ενέδρα κρύβοντάς τον και του ᾽βαλε

στο χέρι του το κοφτερόδοντο δρεπάνι κι όλο το δόλιο σχέδιο του δίδαξε.

Ήρθε και έφερε τη νύχτα ο Ουρανός ο μέγας και γύρω απ᾽ τη Γη

απλώθηκε ποθώντας έρωτα και σ᾽ όλα τα μέρη της

τεντώθηκε. Κι ο γιος του απ᾽ την ενέδρα τ᾽ αριστερό του χέρι

άπλωσε και με το δεξιό του άδραξε το πελώριο δρεπάνι,

το μακρύ, το κοφτερό, κι ορμητικά τα αιδοία του πατέρα του

τα θέρισε και πάλι τα ᾽ριξε να πέσουν προς τα πίσω.


Κι εκείνα ανώφελα απ᾽ το χέρι του δεν έφυγαν:

όσες σταγόνες ματωμένες έσταξαν,

όλες τις δέχτηκε η Γη. Κι όταν παρήλθε ο χρόνος

τις Ερινύες γέννησε τις δυνατές και τους μεγάλους Γίγαντες,

που έλαμπαν στα όπλα τους και δόρατα μακρά στα χέρια τους κρατούσαν,

μα και τις Νύμφες που τις λεν Μελίες επάνω στην απέραντη γη.

Και όπως ευθύς τα αιδοία με τον αδάμαντα απέκοψε

και τα ᾽ριξε μακριά απ᾽ τη στεριά στον πολυτάραχο τον πόντο,

έτσι αυτά στο πέλαγος χρόνο πολύ πλανώνταν, κι αφρός λευκός

ολόγυρα απ᾽ την αθάνατη τη σάρκα σηκωνόταν. Μέσα σ᾽ αυτόν

μεγάλωσε μια κόρη. Πρώτα τα πανίερα τα Κύθηρα πλησίασε,

και από εκεί κατόπιν έφτασε στην Κύπρο που από γύρω τα νερά τη ζώνουν.


Και βγήκε έξω μια σεβαστή, ωραία θεά, κι από τα λυγερά της πόδια κάτω

μεγάλωνε η χλόη ολόγυρα. Αφροδίτη αυτήν

[και αφρογέννητη θεά και Κυθέρεια καλοστεφανωμένη]

την ονομάζουν οι θεοί και οι άνθρωποι, γιατί μες στον αφρό

μεγάλωσε. Μα και Κυθέρεια, γιατί προσέγγισε τα Κύθηρα.

Και Κυπρογέννητη, γιατί γεννήθηκε στην Κύπρο που από γύρω τα νερά τη ζώνουν.

Και φιλομειδή, γιατί απ᾽ τα αιδοία αναφάνηκε.

Αυτήν, μόλις γεννήθηκε κι ανέβαινε προς των θεών το γένος,

την συνόδεψε ο Έρωτας και ο ωραίος Ίμερος την ακολούθησε.

Και τούτο το αξίωμα έχει απαρχής και τούτο το μερίδιο

έλαχε ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους:

παρθενικά αγκαλιάσματα, χαμόγελα, απάτες,

τέρψη γλυκιά, μειλίχια αγάπη.

Και τα παιδιά του βρίζοντας Τιτάνες τα ονόμαζε

ο πατέρας τους, ο μέγας Ουρανός, που τα γέννησε ο ίδιος.

Γιατί ισχυριζόταν πως τα χέρια τους τα άπλωσαν στην ασέβεια, να κάνουν

αμαρτία μεγάλη, και πως θα υπάρξει στο μέλλον πληρωμή γι᾽ αυτήν.


μετάφραση: Σταύρος Γκιργκένης

πηγή: https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?page=4&text_id=2

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου