Η προσοχή μας διασπάται, τα βιβλία μένουν αδιάβαστα και ο νους αποσυντονισμένος. Καθώς η βαθιά ανάγνωση υποχωρεί μπροστά στην αδιάκοπη ροή των ψηφιακών λέξεων και εικόνων, επιστρέφουμε (χωρίς καν να το καταλάβουμε) σε έναν τρόπο σκέψης που θυμίζει τις προφορικές κοινωνίες πριν την εφεύρεση της γραφής.
Μίλτος Τόσκας
Ο εγκέφαλός σου δεν είναι πια όπως ήταν…
Αν δεν νιώθεις ήδη την ανυπομονησία, σύντομα θα τη νιώσεις. Δε θα αργήσει να ακουστεί μια φωνούλα μέσα στο κεφάλι σου που θα ψιθυρίσει: «Κάνε ένα μικρό κλικ αλλού, μόνο για λίγο» — τόσο όσο χρειάζεται για να ρίξεις μια γρήγορη ματιά στο email σου ή στο Instagram ή στη συνομιλία της παρέας . Οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης ξεχειλίζουν από λέξεις — ακόμα και εφαρμογές με έμφαση στο βίντεο, όπως το TikTok, είναι γεμάτες με λεζάντες και σχόλια. Κατά μέσο όρο, περνάμε πάνω από δύο ώρες την ημέρα σκρολάροντας σε τέτοιες πλατφόρμες.
Αλλά η διαδικασία της ανάγνωσης δεν είναι κάθε φορά η ίδια. Το μυαλό μπορεί να διατρέξει γρήγορα την επιφάνεια μιας πρότασης και να αποκωδικοποιήσει κυριολεκτικά το νόημά της. Όμως η βαθιά ανάγνωση — η παρατεταμένη ενασχόληση με ένα εκτενές κείμενο — είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Όπως εξηγεί η νευροεπιστήμονας Maryanne Wolf, όταν δίνεις την πλήρη προσοχή σου σε ένα συναρπαστικό βιβλίο ή ένα μακροσκελές άρθρο, ενεργοποιείται ένα ευρύ φάσμα γλωσσικών και γνωστικών ικανοτήτων του εγκεφάλου. Σε αυτή τη στοχαστική κατάσταση ο αναγνώστης συνδέει γρήγορα το κείμενο με τις γνώσεις και τις εμπειρίες του, δημιουργώντας πρωτότυπες σκέψεις στη διαδικασία.
Και αυτή η ζωτική μορφή ανάγνωσης βρίσκεται σε ραγδαία πτώση. Το 2021, οι Αμερικανοί ενήλικες διάβασαν, κατά μέσο όρο, λιγότερα βιβλία από οποιαδήποτε άλλη χρονιά που έχει καταγραφεί, σύμφωνα με το Gallup. Μεταξύ των νέων Αμερικανών, η μείωση της βαθιάς ανάγνωσης είναι ιδιαίτερα έντονη. Το 1984 περίπου το 35% των 13χρονων δήλωναν ότι διάβαζαν για ευχαρίστηση «σχεδόν κάθε μέρα», σύμφωνα με το Εθνικό Κέντρο Εκπαιδευτικών Στατιστικών (NCES). Μέχρι το 2012 το ποσοστό είχε πέσει στο 27%. Το 2023 είχε μειωθεί στο 14%. Παρόμοιες πτωτικές τάσεις παρατηρούνται στους 9χρονους και στους μεγαλύτερους εφήβους. Εν τω μεταξύ, ο ημερήσιος χρόνος οθόνης για όλες τις ηλικιακές ομάδες εκτοξεύεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.
Ακόμη και ανάμεσα στους κορυφαίους ακαδημαϊκούς νέους της ανερχόμενης γενιάς, η ανάγνωση βιβλίων εξελίσσεται σε ένα όλο και πιο περιθωριακό χόμπι. Πολλοί φοιτητές στα πλέον επιλεκτικά πανεπιστήμια της Αμερικής πλέον δεν έχουν ούτε τη δυνατότητα (ούτε, τουλάχιστον, την προθυμία) να διαβάσουν ένα βιβλίο από την αρχή μέχρι το τέλος. Κατά την άποψη ορισμένων αναλυτών, αυτές οι τάσεις δεν απειλούν απλώς να περιορίσουν τη λογοτεχνική ζωή των βιβλιόφιλων ή να εμποδίσουν την πνευματική ανάπτυξη των νέων, η εκτόπιση των βιβλίων από τα ψηφιακά μέσα οδηγεί το ανθρώπινο είδος πίσω σε έναν αρχαίο τρόπο σκέψης και επικοινωνίας: ύστερα από μια σύντομη περιπέτεια με τον εγγραμματισμό, η ανθρωπότητα επιστρέφει στις προφορικές της ρίζες.
Σύμφωνα με διάφορους σχολιαστές όπως ο θεωρητικός των μέσων Andrey Mir, ο δημοσιογράφος του Bloomberg Joe Weisenthal, ο ιστορικός Adam Garfinkle και η συγγραφέας πολιτιστικών θεμάτων Katherine Dee, οι μορφές σκέψης και λόγου που κυριαρχούν στην ψηφιακή εποχή μοιάζουν όλο και περισσότερο με εκείνες των προφορικών, προ-εγγράμματων κοινωνιών. Στο επιχείρημά τους βασίζονται έντονα στο έργο του φιλοσόφου Walter Ong, ο οποίος ανέπτυξε μια βαθιά επιδραστική θεωρία για το πως διαφοροποιείται το προφορικό από το εγγράμματο μυαλό.
Για τους Mir και Garfinkle η επιστροφή στην «προφορικότητα» αποτελεί θεμέλιο για πολλές από τις σημερινές πολιτικές δυσλειτουργίες. Σύμφωνα με τη δική τους οπτική, τα έντυπα μέσα έθεσαν τα θεμέλια της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Τώρα καθώς η βαθιά ανάγνωση φθίνει, η προσήλωση των ψηφοφόρων στον πλουραλισμό, την αντικειμενικότητα, τον οικουμενισμό, τα ατομικά δικαιώματα και το κράτος δικαίου υποχωρεί ραγδαία. Οι αναλογίες ανάμεσα στις αρχαίες προφορικές κοινωνίες, όπως τις περιέγραψε ο Ong, και στη σημερινή ψηφιακή κοινωνία είναι εντυπωσιακές.
Για περίπου το 98% της ιστορίας του ανθρώπινου είδους, η επικοινωνία βασιζόταν αποκλειστικά στον προφορικό λόγο — και αυτός ο περιορισμός διαμόρφωσε θεμελιωδώς τον τρόπο σκέψης και έκφρασης των ανθρώπων. Στο έργο του Orality and Literacy (1982), ο φιλόσοφος Walter Ong περιγράφει τα χαρακτηριστικά της επικοινωνίας και της νόησης στις προφορικές κοινωνίες. Όπως παρατηρεί, σε έναν κόσμο που βασίζεται αποκλειστικά στην προφορικότητα, η πληροφορία πρέπει να επαναλαμβάνεται συνεχώς για να διατηρηθεί στη συλλογική μνήμη.
Η εξάρτηση από τη μνήμη περιόριζε και την ικανότητα των προφορικών κοινωνιών να αναπτύσσουν περίπλοκα, λογικά επιχειρήματα. Οι περίπλοκες προτάσεις που βρίσκει κανείς σε μια φιλοσοφική πραγματεία ή σε ένα νομικό κείμενο — με παρενθέσεις, υποσημειώσεις ή παρεμβληθείσες φράσεις — ήταν αδύνατον να επιβιώσουν χωρίς τη στήριξη του γραπτού λόγου.
Ίσως πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι αυτές οι δομικές ιδιότητες της προφορικότητας καθιστούσαν σχεδόν αδύνατη την αφηρημένη σκέψη. Σε έναν προφορικό πολιτισμό, οι άνθρωποι δεν διαθέτουν τα εργαλεία για να απομονώσουν τις ιδέες από το κοινωνικό ή βιωματικό τους πλαίσιο — κάτι που δυσχεραίνει τη διατύπωση γενικών αρχών, αφηρημένων εννοιών ή λογικών κανόνων.
Σύμφωνα με τον Ong, η εμφάνιση της γραφής αναδιάρθρωσε ριζικά τον τρόπο σκέψης του ανθρώπου. Η γλώσσα απελευθερώθηκε από τους περιορισμούς της ανθρώπινης μνήμης. Μέσω του κειμένου οι άνθρωποι μπορούσαν πλέον να εκφράζουν ιδέες με γνώμονα την ακρίβεια και όχι απλώς την αναπαραγωγιμότητα, ενώ ταυτόχρονα μπορούσαν να χτίσουν πάνω στη συσσωρευμένη γνώση όλων όσοι είχαν προηγηθεί.
Ο εγγραμματισμός δεν κατέστησε απλώς δυνατή την αφηρημένη σκέψη — την ενέπνευσε εγγενώς, σύμφωνα με τον Ong και τους οπαδούς του. Η ίδια η πράξη της ανάγνωσης εκπαιδεύει το μυαλό στη τέχνη της αφαίρεσης: το κείμενο γεννά μια φωνή που «μιλά» μέσα στο κεφάλι του αναγνώστη αντί να ακούγεται εξωτερικά, ωθώντας τον να αποσπαστεί από τις αισθήσεις και να στραφεί προς τον εσωτερικό του κόσμο. Μέσω αυτής της διαδικασίας, η γραφή ενίσχυσε τρόπους σκέψης περισσότερο ανεξάρτητους, ορθολογικούς, ατομικιστικούς και οικουμενικούς από εκείνους των προφορικών κοινωνιών.
Μέσα από αυτήν την ενδοσκόπηση, ο εγγραμματισμός ενίσχυσε τη συνειδητότητα του εαυτού, θέτοντας τις βάσεις του ατομικισμού. Παράλληλα ενθαρρύνοντας την αφηρημένη και συστηματική σκέψη και επιτρέποντας τη διάδοση ιδεών στον χώρο και τον χρόνο, η γραφή συνέβαλε στην ανάπτυξη οικουμενικών κοσμοθεωριών, στις οποίες γενικοί κανόνες, δικαιώματα και ηθικές αρχές ισχύουν για όλους τους ανθρώπους και για κάθε πλαίσιο.
Η ανάγνωση είναι μια βαθιά αφύσικη δραστηριότητα. Ο ανθρώπινος νους επεξεργάζεται πολύ πιο εύκολα τον προφορικό λόγο και τις κινούμενες εικόνες απ’ ό,τι την έγγραφη γλώσσα. Γι’ αυτό πολλοί δυσκολεύτηκαν να αφοσιωθούν στη λογοτεχνία μόλις εμφανίστηκε η τηλεόραση. Ήδη από τη δεκαετία του 1970, ο Walter Ong υποστήριζε ότι η ανθρωπότητα είχε εισέλθει σε μια δεύτερη προφορική εποχή.
Κι όμως, σε σύγκριση με το σήμερα, η εποχή της τηλεόρασης μοιάζει σχεδόν μοναστηριακή — ήσυχη και ευνοϊκή για τον στοχασμό. Το 2025 κάθε κάτοχος smartphone έχει άμεση πρόσβαση σε μια ουσιαστικά άπειρη προσφορά οπτικοακουστικής ψυχαγωγίας, ενώ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παρέχουν ασταμάτητη ροή σύντομων βίντεο και αποσπασμάτων κειμένου, όλα διαλεγμένα από αλγόριθμους για να πυροδοτούν προσωπική εμπλοκή.
Τα social media επανεισάγουν την επικοινωνία στην «αρένα όπου οι άνθρωποι συγκρούονται μεταξύ τους». Ο λόγος αποκτά αντιμαχόμενο, ανταγωνιστικό χαρακτήρα. Οι ιδέες προσκολλώνται σε πρόσωπα και κοινωνικά πλαίσια. Οι χρήστες συνήθως κατανοούν την ιδεολογική ή φατριαστική «χρώση» ενός επιχειρήματος — δηλαδή ποιοι το υποστηρίζουν και ποιοι όχι — πριν το εξετάσουν ανεξάρτητα. Και επειδή κάθε χρήστης βομβαρδίζεται με περισσότερες πληροφορίες απ’ όσες μπορεί να επεξεργαστεί κριτικά, έχει έντονο κίνητρο να υποκαθιστά την προσωπική του κρίση με την κοινωνική αποδοχή: ό,τι είναι δημοφιλές, θεωρείται (συντομότερα και ευκολότερα) έγκυρο.
Αν συνυπολογίσουμε όλα τα παραπάνω, μπορούμε να πούμε ότι τα ψηφιακά μέσα προσφέρουν μια «συνταγή» για την αναστροφή πολλών από τα πολιτισμικά και γνωσιακά οφέλη του εγγραμματισμού: η σκέψη μας γίνεται λιγότερο αφηρημένη και πιο πρακτική, λιγότερο ορθολογική και πιο συναισθηματική, λιγότερο καθολική και πιο φυλετικά/κοινοτικά προσδιορισμένη, λιγότερο ατομική και πιο συμμορφωτική.
Στο βιβλίο του Digital Future in the Rearview Mirror, ο θεωρητικός των μέσων Αντρέι Μιρ υποστηρίζει ότι η «ψηφιακή προφορικότητα» έχει ρίξει πολλούς συντηρητικούς και προοδευτικούς στο σκοτεινό βάθος του σπηλαίου του Πλάτωνα — τον αλληγορικό κόσμο όπου οι υποκειμενικές εντυπώσεις εκλαμβάνονται ως αντικειμενικές αλήθειες. Η δεξιά υποτάσσει τη λογική στη λατρεία του Τραμπ ως προσωπολατρικού συμβόλου, ενώ η αριστερά αποτιμά λιγότερο την εμπειρική σκέψη από ό,τι την «διαθεματικότητα». Το αποτέλεσμα είναι «ταυτοτική φυλετική πόλωση», αυξανόμενη διχόνοια και κρίση στη δημοκρατική αντιπροσώπευση.
Η νευροεπιστήμονας Maryanne Wolf, από την άλλη, εκφράζει τον φόβο ότι η εξασθένηση της βαθιάς εγγραμματοσύνης οδηγεί αναπόδραστα σε αυξημένη ευαλωτότητα απέναντι στη δημαγωγία: «οι ψεύτικες ελπίδες και οι ψεύτικοι φόβοι υπερισχύουν της λογικής και η ικανότητα για στοχαστική σκέψη υποχωρεί — μαζί με την επιρροή της στη λογική, ενσυναισθητική λήψη αποφάσεων».
Η έννοια της “ψηφιακής προφορικότητας”
Η έννοια της “ψηφιακής προφορικότητας” αναδεικνύει μια αλήθεια που συχνά παραβλέπεται: Πολλά από τα θεμελιώδη μας θεσμικά πλαίσια διαμορφώθηκαν μέσα σε μια εξαιρετικά ασυνήθιστη ιστορική περίοδο — το σύντομο χρονικό παράθυρο ανάμεσα στην εμφάνιση της εγγραμματοσύνης και την ανάπτυξη των ηλεκτρονικών μέσων. Για το μεγαλύτερο μέρος αυτής της περιόδου, το βιβλίο κατείχε έναν πολιτισμικό ρόλο που σήμερα έχει πια χάσει. Και η τεχνητή νοημοσύνη φαίνεται να επιταχύνει την περιθωριοποίηση της βαθιάς εγγραμματοσύνης, δίνοντας τη δυνατότητα ακόμη και σε φοιτητές των ανθρωπιστικών σπουδών να αποφεύγουν τα γνωστικά βάρη της ανάγνωσης και της συγγραφής.
Στο πολιτικό φάσμα, οι μορφωμένες ελίτ έχουν χάσει την επιρροή τους στη μορφή της δημόσιας συζήτησης. Ο δημοσκόπος των Δημοκρατικών, Ντέιβιντ Σορ υποστηρίζει ότι αυτό επέτρεψε τη διάδοση αντιφιλελεύθερων ιδεολογιών, καθώς οι διανοούμενοι ήταν παραδοσιακά πιο δεσμευμένοι στον φιλελεύθερο οικουμενισμό από ό,τι το ευρύ κοινό. Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα υπόθεση. Όμως το να πεις πως τα ψηφιακά μέσα έχουν απελευθερώσει τους αντιφιλελεύθερους Αμερικανούς — και το να πεις πως αυτά τα μέσα έχουν πολλαπλασιάσει τον αριθμό τους αναβιώνοντας την προφορική συνείδηση — είναι δύο διαφορετικές διαπιστώσεις.
Όμως αξίζει να θυμόμαστε τη διαχρονική γοητεία αυτού του απαισιόδοξου αφηγήματος. Πάνω από 2.000 χρόνια πριν, ο Σωκράτης καταδίκασε τη νέα τεχνολογία των μέσων της εποχής του — τη γραφή — με σχεδόν τους ίδιους όρους που πολλοί σήμερα καταδικάζουν τα social media και την τεχνητή νοημοσύνη. Απευθυνόμενος στον εφευρέτη της γραφής, ο Έλληνας φιλόσοφος δήλωσε: «Δεν ανακάλυψες ένα φίλτρο για να θυμόμαστε, αλλά για να υπενθυμίζουμε. Προσφέρεις στους μαθητές σου την ψευδαίσθηση της σοφίας, όχι την πραγματική σοφία. Η εφεύρεσή σου θα τους επιτρέψει να ακούσουν πολλά πράγματα χωρίς να διδαχθούν σωστά, και θα φαντάζονται ότι γνωρίζουν πολλά ενώ στην πραγματικότητα δεν ξέρουν σχεδόν τίποτα».
*Με στοιχεία από το vox.com
πηγή: https://olafaq.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου